Ήθελα καιρό να γράψω για αυτό το υπέροχο βιβλίο, μάλλον ποιητική πρόζα, του νορβηγού νομπελίστα (2023) συγγραφέα Γιον Φόσε (1959 – ). Και η καλύτερη ίσως αφορμή είναι η περίοδος του Πάσχα, για τους λόγους που θα αντιληφθεί κανείς στη συνέχεια. Άκουσα το “Morning and Evening” πρώτα σε μορφή audiobook, αλλά στη συνέχεια θέλησα να το διαβάσω στην πολύ καλή αγγλική του μετάφραση (ρέουσα και ζωντανή). Άξιζε πέρα-για-πέρα ο κόπος, η απόλαυση δηλαδή.
«Ανατολή, δύση», λοιπόν, η δική μου απόδοση του τίτλου (εξ όσων γνωρίζω, το βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά, αλλά φαντάζομαι ότι αυτό θα γίνει σύντομα). Η ανατολή και η δύση της ζωής. Η ζωή στη γέννησή της μέχρι τη ζωή λίγο πριν από το επέκεινα και μέσα σ’ αυτό. Η ζωή όταν ανοίγει η αυλαία, αλλά και όταν κλείνει και ιδίως κατά την αμήχανη στιγμή που δεν ξέρεις αν είσαι πίσω ή μπροστά από την αυλαία, αν ζεις ακόμη ή έχεις πεθάνει και περιφέρεσαι ανάμεσα σε άλλους πρώην συνοδοιπόρους της ζωής (αυτούς τους ταξιδιώτες του χρόνου, του Έλιοτ), διαπερνώντας τους ζωντανούς, κυριολεκτικά περνώντας μέσα τους, όταν την ίδια στιγμή εκείνοι αισθάνονται ότι κάτι οικείο τους διαπερνά: σαν ηλεκτρικό ρεύμα, σαν ρίγος, σαν κάποιο ανεπαίσθητο σκούντημα ανέμου. Ο πατέρας πέρασε, φεύγοντας απ’ το σπίτι και απ’ το σώμα του, μέσα απ’ το σώμα της αγαπημένης του κόρης. Πώς έρχονται οι άνθρωποι στον κόσμο και πώς φεύγουν από αυτόν, ποιος/ποιοι τους δίνουν το τελευταίο, καθοριστικό κατευόδιο.
Μία αφήγηση συνεχής, αδιάκοπη, συχνά άστικτη, μετέωρη, εν αμφιβολία σε πολλά σημεία. Λόγος κοφτός, με εγκοπές και κρυμμένες εσοχές, όπως η ίδια η νορβηγική γλώσσα. Μοιάζει η αφήγηση σε κάποια σημεία με ριφ-ροκ, χωρίς ρεφρέν: συνεχής ροή και εναλλαγή εικόνων, προσώπων και συναισθημάτων. Η εναλλαγή αυτή γίνεται ορισμένες φορές με ένα σκηνοθετικό fade, με μία συμπλοκή-θόλωμα εικόνων, με μία αλληλοδιαδοχή των κόσμων, την οποία αρχικά ο αναγνώστης δεν αντιλαμβάνεται: ξαφνικά μεθίσταται από τον κόσμο των ζωντανών στον κόσμο των νεκρών και τανάπαλιν. Και όλα αυτά σε μία απόλυτα ταιριαστή για την περίσταση, εξόχως νορβηγική ατμόσφαιρα: τα σπίτια αραιά, σε κάποια παραθαλάσσια περιοχή, ίσως σε κάποιο νορβηγικό φιορδ. Η ζωή κυλάει σαν ένα ρυάκι. Ίσως αρκετά μελαγχολικά. Αλλά η μελαγχολία φαίνεται να συνιστά έμφυτο χαρακτηριστικό της νορβηγικής λογοτεχνίας – ας θυμηθούμε εδώ τον μεγάλο Ίψεν. Ένα χαρακτηριστικό που μαζί με τη στοχαστικότητα οδηγούν στην υψηλή δημιουργία.
Μελαγχολία, αισθαντικότητα, προσοχή σ’ εκείνες τις λεπτομέρειες του βιοτικού ρυθμού που μετράνε γιατί ακριβώς οι άνθρωποι στέκονται περισσότερο σ’ αυτές. Θα πάνε όλα καλά στη γέννα; Η αγωνία του πατέρα έξω από το δωμάτιο όπου ετοιμάζεται να ξεπροβάλει η νέα ζωή. Η εμμονή στο όνομα που θα δοθεί στο παιδί. Γιοχάνες, Γιοχάνες, πρέπει να πάρει το όνομα του παππού. Ο Γιοχάνες θα δει το φως της ζωής, θα γίνει από το τίποτε ένα πρόσωπο. Και όταν θα έρθει και για εκείνον το πλήρωμα το χρόνου «θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη και θα επιστρέψει στην ανυπαρξία και θα γυρίσει πίσω από εκεί που ήρθε, από το τίποτε στο τίποτε, αυτό είναι το μονοπάτι της ζωής, για τους ανθρώπους, τα ζώα, τα πουλιά, τα ψάρια, τα σπίτια, τα μπολάκια, για οτιδήποτε υπάρχει, ναι, σκέφτεται ο [πρώτος ήρωας μας] Ουλί [επιλέγω εδώ συνειδητά τη νορβηγική προφορά]». Στη βασανιστική αναμονή για τη νέα ζωή, ο Ουλί κάνει σκέψεις και για τον Θεό: «…δεν πίστεψε ποτέ πλήρως ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και παντογνώστης, όπως λένε οι ευσεβείς άνθρωποι, αλλά ότι ο Θεός πράγματι υπάρχει, όχι, καμία αμφιβολία γι’ αυτό, γιατί ο Θεός υπάρχει, αλλά πολύ πολύ μακριά και πολύ πολύ κοντά, γιατί υπάρχει σε όλους μας, και δεν αμφέβαλλε ποτέ ο Ουλί ότι η απόσταση μεταξύ του απόμακρου και διόλου παντοδύναμου Θεού από τη μια και του επίσης διόλου παντοδύναμου ανθρώπινου πλάσματος από την άλλη μίκρυνε όταν ο Θεός ενανθρωπίστηκε και έζησε ανάμεσά μας, όταν ο Ιησούς περπάτησε στη γη, όχι, ούτε γι’ αυτό αμφέβαλλε ποτέ, αλλά ότι ο Θεός καθορίζει τα πάντα και αποφασίζει για όλα και ότι όλα γίνονται κατά τη βούληση του Θεού, όχι, σ’ αυτό δεν πιστεύει ο Ουλί…» Γιατί ο Ουλί, όπως πολλοί άνθρωποι, πιστεύει σε μία δική του εκδοχή του Θεού. Είναι ο ψαράς, που έχει παντρευτεί τη Μάρθα. Ο Ουλί «μπορεί να ακούει κάτι απ’ αυτά που θέλει να του πει ο Θεός του όταν ένας μουσικός παίζει καλά, ναι, τότε Εκείνος είναι εκεί, γιατί οι καλοί μουσικοί δεν είναι του κόσμου τούτου». Άλλωστε, γι’ αυτό μιλάμε για θεία μουσική, μελωδία, ερμηνεία, ποίηση κοκ, γιατί μας φέρνει σε επαφή ακριβώς με κάτι πολύ ανώτερο, υπερβατικό, θείας δηλαδή προέλευσης.
Η ανατολή στις ζωές μας ολοκληρώνεται με τη γέννηση: «…τώρα είναι η ώρα για τον γιο του να βγει στον κόσμο σ’ αυτόν τον σκληρό κόσμο και αυτή είναι μάλλον μία από τις πιο σκληρές αναμετρήσεις στη ζωή ενός ανθρώπου, το να βγαίνει έξω από την πηγή της προέλευσής του εκεί από το σώμα της μητέρας του, από τη ζωή της μητέρας του, και να ξεκινά πλέον το ταξίδι της δικής του ζωής, έξω στον σκληρό κόσμο…»
Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Γιοχάνες έχει πλέον μεγαλώσει. Έχει παιδιά (επτά τον αριθμό, μεταξύ άλλων ασφαλώς και έναν Ουλί), αλλά και εγγόνια. Η αγαπημένη του κόρη, η Σίγκνε, μένει σε κοντινή απόσταση. Κοντά του βρίσκεται και το σπίτι του επιστήθιου φίλου του Πέτερ, που είναι δεινός ψαράς καβουριών. Βγαίνουν συχνά παρέα για ψάρεμα με τη βάρκα του Πέτερ. Κουρεύει ο ένας τα μαλλιά του άλλου για χρόνια, και έτσι εξοικονόμησαν αρκετά χρήματα. Ο Πέτερ όμως έχει πλέον πεθάνει – ή μήπως όχι; Θα δούμε στη συνέχεια, το γαϊτανάκι της αμφιβολίας έχει ξεκινήσει.
Ο Γιοχάνες ζούσε πάντοτε λιτά, είχε άλλωστε να θρέψει μια μεγάλη οικογένεια: «…δεν ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που αγόραζαν καινούριο ψωμί προτού τελειώσει το παλιό, όχι, όχι εκείνος, δεν υπήρξε ποτέ σπάταλος, σε καμία περίπτωση, έπρεπε να τα φέρουν βόλτα, πώς αλλιώς θα τα έβγαζαν πέρα, η Έρνα [η σύζυγός του] και εκείνος, με επτά παιδιά;» Έτρωγαν ψάρια από την ψαριά του Γιοχάνες, τα παιδιά είχαν πάντοτε ρούχα και παπούτσια, τα περισσότερα περνούσαν απ’ το ένα παιδί στ’ άλλο, λίγο επιδιορθωμένα, λίγο μπαλωμένα. Τα έφεραν βόλτα όμως.
Ο Γιοχάνες δεν καταλαβαίνει τώρα, ωστόσο, τι του συμβαίνει. Ενώ ο Πέτερ υποτίθεται ότι έχει πεθάνει, τον συναντά. Μιλάνε μεν, αλλά ο Πέτερ παρουσιάζει μία αλλόκοτη συμπεριφορά: Ξαφνικά εξαφανίζεται και μετά εμφανίζεται πάλι, σαν να μπερδεύονται οι σεκάνς στον κινηματογράφο: σε μία όχθη είναι εκεί και δεν είναι. Ο Γιοχάνες του φωνάζει, αλλά ο Πέτερ δεν απαντά, δεν ακούει, μοιάζει να βρίσκεται σε λήθαργο. Ο Γιοχάνες θέλει να τον ξυπνήσει, πετάει προς την κατεύθυνσή του μια πέτρα, αυτή όμως, ως διά μαγείας, διαπερνά την πλάτη του Πέτερ και σκάει στο νερό. Ο Γιοχάνες θα πετάξει μία ακόμη μεγαλύτερη πέτρα με όλη του τη δύναμη, με το ίδιο όμως αποτέλεσμα: η πέτρα διαπερνά την πλάτη του Πέτερ και καταλήγει και αυτή στη θάλασσα. Διαπερατότητα, κάτι χάσκει εδώ. Σιγά-σιγά δημιουργείται στον αναγνώστη μια αίσθηση αγωνίας, προθανάτιας για τον ήρωα, ακριβέστερα ωστόσο πρόκειται μάλλον για μεταθανάτια. Τελικά, ο Γιοχάνες θα ξαναπιάσει συζήτηση με τον Πέτερ και θα περπατήσουν μαζί, μολονότι θα παρατηρήσει ότι ο Πέτερ δυσκολεύεται να βάλει το ένα πόδι μπροστά απ’ το άλλο, περπατάει σαν μαριονέτα, κάποιος άλλος ίσως κινεί τα νήματα τώρα. Θα πάνε μαζί στη βάρκα του Πέτερ. Οι αγωνιώδεις διερωτήσεις του Γιοχάνες αυξάνονται: «Μα δεν είναι νεκρός ο Πέτερ; …κουνάει το κεφάλι του και σκέφτεται ότι θα έπρεπε απλούστατα να ρωτήσει τον ίδιο τον Πέτερ αν είναι νεκρός ή ζωντανός αλλά δεν μπορεί να το κάνει αυτό, δεν μπορείς απλά να ρωτήσεις κάποιον κάτι τέτοιο, ε παραπάει κάπως, σκέφτεται ο Γιοχάνες, όχι, πραγματικά, το να ρωτήσεις κάποιον κάτι τέτοιο, είναι αναξιοπρεπές, σκέφτεται ο Γιοχάνες». Αναξιοπρεπές να ρωτήσεις κάποιον αν ζει ή έχει πεθάνει.
Η αποσύνθεση του Πέτερ, μπροστά στα μάτια του Γιοχάνες, επιτείνεται. Ο Πέτερ μοιάζει τόσο εύθραυστος, που νομίζεις ότι θα διαλυθεί ανά πάσα στιγμή. Ότι τα χέρια του θα αποκολληθούν από τους ώμους του. Και ο ίδιος όμως ο Γιοχάνες νιώθει το σώμα του βαρύ, πολύ βαρύ. Νιώθει σαν να τον κυκλώνει ένα βαθύ σκοτάδι, ξαφνικά, εντελώς απρόσμενα, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Αποφασίζει να κατευθυνθεί προς το σπίτι του. Θα ακούσει κάποια βήματα να τον πλησιάζουν. Είναι η γυναίκα του, η Έρνα, που έχει πεθάνει κι αυτή εδώ και καιρό, και του λέει να πάνε σπίτι, του δίνει το χέρι της, εκείνος θα το ακουμπήσει, θα αισθανθεί πόσο κρύο είναι το χέρι της. Όλα γύρω τους είναι σκοτεινά, εκτός απ’ το φως που έχει αφήσει η Έρνα αναμμένο στην εξώθυρα του σπιτιού τους. «Τώρα είναι όλα όπως πρέπει να είναι, σκέφτεται ο Γιοχάνες». Όταν θα μπουν στο σπίτι, εκείνη έχει πλέον εξαφανιστεί, μολονότι ο Γιοχάνες κρατάει ακόμη το κρύο χέρι της, το οποίο ξαφνικά κόβεται και εξαφανίζεται και αυτό. Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, λοιπόν (Μτ. 8, 22 – καίτοι γνωρίζω ότι η ευαγγελική ρήση έχει διαφορετικό νόημα). Ο Γιοχάνες έχει αγωνία, ρωτάει την Έρνα τι της συμβαίνει. Την ξαναβρίσκει στην κουζίνα, εκεί που της άρεσε να κάθεται όσο ζούσε. Κάθεται και εκείνος απέναντί της, εκεί που τελευταία την αναπολούσε. Ανάβει ένα τσιγάρο, τραβάει μερικές καλές τζούρες και μετά πίνει μια γουλιά καφέ. Υπόμνηση για κάποιες μικρές χαρές τη ζωής, ίσως. Σκέφτεται τον θάνατο της Έρνας. Ο θάνατος πάντα σε βρίσκει απροετοίμαστο, έρχεται απρόσκλητος, απρόσμενα. Και είναι τόσο άσχημο, τόσο τρομακτικό, σκέφτεται ο Γιοχάνες, να πρέπει να είσαι στο εξής συνέχεια μόνος σου.
Αποφασίζει να πάει πλέον προς το σπίτι του Πέτερ να τον κουρέψει – καθώς τα μαλλιά του Πέτερ έχουν μεγαλώσει πολύ πλέον και έχουν ασπρίσει, τον απασχολεί το ζήτημα. Στον δρόμο θα δει την κόρη του να πλησιάζει προς εκείνον. Ναι, είναι η Σίγκνε. Η οποία όμως είναι σαν να μη τον βλέπει, σαν να μη τον αντιλαμβάνεται, έρχεται κατευθείαν πάνω του, αλλά γι’ αυτήν είναι εκείνος σχεδόν (σχεδόν, το τονίζω) ανύπαρκτος. «Σίγκνε, Σίγκνε, γεια σου, Σίγκνε […] Δεν με βλέπεις;» Όλα αυτά θυμίζουν στο αναγνώστη την εμπειρία του κακού, αγωνιώδους ονείρου – όχι όμως απαραίτητα εφιάλτη, ας μην είμαστε σκληροί με τους ανθρώπους …ιδίως όταν αυτοί δεν ζουν πια. Μήπως εν τέλει ο θάνατος είναι ένα κακό όνειρο; Η Σίγκνε έρχεται κατευθείαν πάνω του, «περπατάει μέσα του, περπατάει ακριβώς μέσα από εκείνον και αυτός αισθάνθηκε τη ζεστασιά της […] και η ίδια η Σίγκνε σκέφτεται ότι αυτό, όχι, αυτό, κάτι ήρθε προς τα κείνην, το είδε τόσο καθαρά και προσπάθησε να το περάσει απ’ το πλάι, να ξεφύγει από αυτό…» Αλλά δεν τα κατάφερε, αυτό το κάτι η Σίγκνε το διαπέρασε. Και αυτό το κάτι ήταν ο πατέρας της ο Γιοχάνες που έφευγε απ’ το σπίτι του και απ’ τη ζωή. Η ψυχή του ίσως ήταν που έφευγε να πάει να συναντήσει τις άλλες ψυχές. Ζωντανοί και νεκροί νιώθουν την παρουσία ο ένας του άλλου. Βέβαια, το πιο παράδοξο είναι ότι και οι αποχωρούντες νιώθουν να τους διαπερνούν οι ζώντες. Περίεργα τα φέρνει η ζωή, περίεργα τα φέρνει κι ο θάνατος.
Ο Φόσε περιγράφει. πιστεύω, με απαράμιλλη ποιητική ένταση αλλά και γλυκύτητα, το Πάσχα, το πέρασμα, τη διαπερατότητα. Ο θάνατος είναι τελικά η διαπερατότητα του προσώπου που φεύγει, που έφυγε. Οι ζώντες, μολονότι κάτι αισθάνονται τη στιγμή αυτή που τα φώτα της ύπαρξης ενός αγαπημένου τους προσώπου τρεμοσβήνουν, σε αγνοούν τελικά. Δεν παραμερίζουν, σε διαπερνούν, τους διαπερνάς. Υπάρχουμε, εν τέλει, σε σχέση με τους άλλους. Χάρη στους άλλους γινόμαστε συνειδητοί. Και εξαιτίας τους μπορεί να περνάμε στη λήθη. Κλείνω όμως τη σύντομη ερμηνευτική παρέκβαση.
Η Σίγκνε τρέχει προς το σπίτι του Γιοχάνες να δει τι έχει συμβεί στον πατέρα της. Η Σίγκνε θα μπει στο σπίτι και θα τον βρει να κείτεται νεκρός στο κρεβάτι του, με το μέτωπό του κρύο. Του μιλάει, αλλά εκείνος δεν αποκρίνεται, έχει κινήσει πλέον για αλλού. Η στιγμή της απόλυτης αμηχανίας της Σίγκνε, που ζει ο καθένας μας όταν αντικρίζει τον θάνατο ενός αγαπημένου του προσώπου: τι πρέπει να κάνει τώρα, τα διαδικαστικά τα άτιμα. Η αντίθεση με την αρχική σκηνή της γέννας του Γιοχάνες είναι πρόδηλη. Τον ξεγέννησε τότε μια μαία του χωριού μέσα σε κλίμα χαράς και συγκίνησης, τώρα καλείται ο γιατρός να διαπιστώσει τον θάνατό του σ’ ένα δωμάτιο κρύο. Ο κύκλος της ζωής, και η ζωή συνεχίζεται, αυτή τη στιγμή με τα μεταθανάτια διαδικαστικά. Εν τούτοις, κάτι αντιλαμβάνεται πλέον η Σίγκνε: ερχόμενη στο σπίτι του πατέρα της, κάτι συνάντησε, που πέρασε μέσα από εκείνην.
Αναμνήσεις, τώρα, παιδικών χρόνων εισβάλλουν τώρα στο μυαλό της, με τον πατέρα της να την πηγαίνει κάπου, και την ίδια γραμμή εντελώς άστικτα ο Φόσε εισάγει ακόμη μια ανατριχιαστική εναλλαγή και μας πηγαίνει πάλι πίσω στον κόσμο των πεθαμένων (το καλύτερο ίσως fade του βιβλίου), όπου ο Γιοχάνες ξανασυναντά τον φίλο του Πέτερ. Ο Πέτερ του λέει ότι δεν μπορεί να του κουρέψει πλέον τα μαλλιά. Έχουμε φτάσει πια στη στιγμή της αλήθειας. Είσαι νεκρός, θα του αποκαλύψει. «Και αφού ήμουν ο καλύτερος φίλος σου, είμαι εκείνος που σε βοηθάει τώρα να περάσεις απέναντι. […] Τώρα είσαι νεκρός στο σπίτι σου, Γιοχάνες… Φεύγουμε τώρα, εσύ και γω… Θα πάμε στη βάρκα μου, και μετά θα ταξιδέψουμε σ’ ένα άλλο μέρος… Πέθανες σήμερα το πρωί… Και αφού ήμουν ο καλύτερος φίλος σου, με έστειλαν να σε πάρω…». Το ποιος έστειλε τον Πέτερ να πάρει τον Γιοχάνες δεν διευκρινίζεται.
Ο Γιοχάνες δεν θα μπορέσει να αντισταθεί στον πειρασμό να ρωτήσει ποιος είναι ο προορισμός τους. Πάνε στο πουθενά που δεν έχει όνομα, η απάντηση του Πέτερ: «…εκεί που πηγαίνουμε δεν είναι κανένα μέρος [ου τόπος], και γι’ αυτό δεν έχει ούτε όνομα… δεν υπάρχουν πλέον λέξεις για το μέρος όπου κατευθυνόμαστε». Πάνε στο άφατο, λοιπόν, κάποια μη πρόσωπα. Ο τελικός διάλογος είναι συγκλονιστικός:
“- Πονάει εκεί; ρωτάει ο Γιοχάνες
– Δεν υπάρχουν σώματα εκεί που πάμε, οπότε όχι δεν πονάει, λέει ο Πέτερ
– Δεν υπάρχεις ούτε εσύ ούτε εγώ εκεί που πηγαίνουμε, λέει ο Πέτερ
[μπαίνουν πλέον στη βάρκα]
– Τώρα πρέπει απλά να κοιτάξεις πάνω στον ουρανό και να ακούσεις τα κύματα, λέει
– Δεν ακούς πια το βουητό της μηχανής, έτσι δεν είναι; λέει
– Όχι, αποκρίνεται ο Γιοχάνες
– Και δεν κρυώνεις πια, συνεχίζει ο Πέτερ
– Όχι, λέει ο Γιοχάνες
– Αλλά η Έρνα, είναι και αυτή εκεί; ρωτάει ο Γιοχάνες
– Ό,τι αγαπάς είναι εκεί, ό,τι δεν αγαπάς δεν είναι εκεί…”
Και η βάρκα με τους δυο ταξιδιώτες απομακρύνεται. Ο Γιοχάνες θα δει από κάπου, κάπως την κηδεία του, είναι πλημμυρισμένος από αγάπη για την κόρη του τη Σίγκνε. Θα χαθούν όμως πλέον με τον Πέτερ, οι λέξεις αρχίζουν επίσης να εξαφανίζονται.
Ένα υπέροχο πεζό ποίημα του Γιον Φόσε. Ύμνος, κατά τη γνώμη μου, για τη ζωή, αλλά και μια βαθιά ανατομία στη γλυκόπικρη δύση της ζωής, στο τελευταίο ταξίδι.
Μη ξεχνάμε ότι εμείς οι ζώντες έχουμε ακόμη τις λέξεις και την καρδιά να εκφραστούμε και να συναισθανθούμε αγαπημένα μας πρόσωπα που έφυγαν, φέρνοντάς τα κοντά μας αυτές τις ημέρες. Δημιουργώντας, με τον μηχανισμό αυτόν ανάκλησης, και ένα δικό μας Πάσχα, ένα δικό μας πέρασμα, για να τους έχουμε και πάλι κοντά μας. Ό,τι αγαπάμε ακόμη βρίσκεται κοντά μας, δίπλα μας, μας διαπερνά.
Καλό Πάσχα, καλή Ανάσταση σε όλες/-ους, με υγεία και αγάπη!