Η δημόσια κριτική σε δικαστικές αποφάσεις ή ενέργειες δεν είναι απλώς θεμιτή, είναι επιβεβλημένη. Δεν είναι μόνον θεμελιώδης απόρροια της ελευθερίας του λόγου, αλλά και απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατικής λειτουργίας…
Δίχως αμφιβολία, το διαδίκτυο έφερε μία επανάσταση στην ελευθερία της έκφρασης και στην επικοινωνία κάθε μορφής. Έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε χρήστη, ιδίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ), να αποκτήσει φωνή και άμεση πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα, και δη με πολύ χαμηλό κόστος. Όπως επεσήμαινε παλαιότερα το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ο κάθε χρήστης του διαδικτύου «μπορεί να γίνει ντελάλης με μια φωνή που ακούγεται μακρύτερα από κάθε βήμα ομιλητή, […] ο καθένας μπορεί να εκδίδει τις προκηρύξεις του» (Reno v. ACLU, 1997)…
Η πολιτική μεταβολή στις ΗΠΑ φώτισε, με κάθε επισημότητα πια, τον ελέφαντα στο δωμάτιο των φιλελεύθερων δημοκρατιών: την τεράστια ισχύ που έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια οι τεχνολογικοί κολοσσοί και κυρίως αυτοί που κατέχουν τα μεγάλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ). Μέσω της στενής συμπόρευσής τους πλέον με την ηγεσία των ΗΠΑ και του αλγοριθμικού σχεδιασμού των πλατφορμών τους, συνιστούν μία σοβαρή απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ας δούμε, όμως, εγγύτερα πώς έχουν τα πράγματα:
Εδώ και καιρό, ο Πρωθυπουργός αναφερόταν στην ανάγκη διαμόρφωσης ευρύτερων συναινέσεων τόσο για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) όσο και για τη συνταγματική αναθεώρηση. Η στάση αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα του Συντάγματος. Ιδίως αναφορικά με την εκλογή ΠτΔ, παρά την αναθεώρηση του 2019 που αποσυνέδεσε την προεδρική εκλογή από τη διάλυση της Βουλής, είναι σαφές ότι πρέπει να αναζητούνται ευρείες συναινέσεις, εξ ου και οι αυξημένες πλειοψηφίες (2/3 και 3/5 των βουλευτών) που απαιτούνται στις τρεις πρώτες ψηφοφορίες…
Ένας πρωθυπουργός λειτουργεί, αφεύκτως, μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρών περιορισμών και δεσμεύσεων. Αν θέλει να αφήσει σοβαρή παρακαταθήκη και να αναδειχθεί σε πραγματικό ηγέτη, θα πρέπει πρωτίστως να κρατάει το κόμμα του ενωμένο, να δίνει στα μέλη του μία σαφή αίσθηση προσανατολισμού και να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τον πολιτικό χώρο και το κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του για την εφαρμογή των πολιτικών του (βλ. και Steve Richards, “The Prime Ministers”, 2019). Θα πρέπει, συναφώς, να έχει σχέδιο και πειθαρχία, καθώς και να ιεραρχεί σωστά τις προτεραιότητές του. Ενίοτε βοηθάει και ένα μπλοκάκι, όπου θα καταγράφονται οι εκκρεμότητες κάθε υπουργείου. Ο Κώστας Σημίτης είχε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, γι’ αυτό και πέτυχε στην αποστολή του, αφήνοντας σπουδαία παρακαταθήκη για την πατρίδα μας…
Η εικόνα είναι μάλλον γνώριμη: Η Ελλάδα διαθέτει ένα εκτεταμένο και σύγχρονο δίκτυο αυτοκινητοδρόμωνꞏ εκεί όμως όπου εμφανίζεται η πινακίδα «Τέλος έργου», ξεκινάει συχνά μία άλλη Ελλάδα, που μοιάζει αφημένη στην τύχη της…
Τα τελευταία έτη, η χώρα μας δέχεται συχνά επικρίσεις για την κατάσταση του κράτους δικαίου από διάφορους διεθνείς οργανισμούς. Οι επικρίσεις αυτές δεν είναι διόλου τυχαίες, ούτε αβάσιμες. Δυστυχώς, καταγράφουν υπαρκτά συμπτώματα παρακμής σε βασικούς πυλώνες του κράτους δικαίου, τα οποία μειώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και ενισχύουν τον αντισυστημισμό των πολιτικών άκρων. Ας δούμε, όμως, πώς έχουν τα πράγματα εγγύτερα…
Τον Σεπτέμβριο του 2023 αποφασίζεται αιφνιδίως, με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η τοποθέτηση νέων μελών στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Αρμόδια για την απόφαση αυτή είναι η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, που αποφασίζει με πλειοψηφία των 3/5 κατ’ άρθ. 101A Συντ. Επειδή, όμως, οι τότε συμπράττουσες πολιτικές δυνάμεις της ΝΔ και της Ελληνικής Λύσης δεν αριθμούσαν τα τουλάχιστον 3/5 που απαιτεί το Σύνταγμα, ήτοι 17 από τα 27 μέλη της Διάσκεψης, αλλά 16, επιλέχθηκε η –αντίθετη προς το Σύνταγμα– ερμηνευτική εκδοχή της στρογγυλοποίησης των 3/5 προς τα κάτω. Εν συνεχεία, εκδόθηκαν ταχύτατα και οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις.
Το σοβαρό αυτό ζήτημα ήχθη στο ΣτΕ…
Η διαγραφή ενός πρώην πρωθυπουργού από το κόμμα του αποτελεί, εξ ορισμού, ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα, που αξίζει να σχολιασθεί. Ας πάρουμε, όμως, λίγο τα πράγματα με τη σειρά.
Παραδοσιακά, και στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, οι πρώην πρωθυπουργοί έχουν μία ευρύτερη ελευθερία πολιτικού λόγου σε σχέση με τα στελέχη, τους βουλευτές ή τους υπουργούς του κόμματος από το οποίο προέρχονται. Η γνώμη τους, μάλιστα, επειδή έχουν βρεθεί στο πηδάλιο μιας χώρας και έχουν εμπειρία στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, έχει συχνά ιδιαίτερη βαρύτητα. Αρκεί να γνωρίζουν πότε και πόσο να παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο…
Στη χώρα μας, κυρίως λόγω της παντοδυναμίας της πρωθυπουργικής και κυβερνητικής εξουσίας και της έντονης χωροκατακτητικής διάθεσής της, ο ρόλος της Βουλής υποβαθμίζεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, ενώ κανονικά θα έπρεπε αυτή να αποτελεί ένα ισχυρό αντίβαρο εξουσίας. Ειδικότερα…