Η κατ’ αρχήν αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (ΑΠ) γεννά έντονο προβληματισμό, και δικαίως. Όσο πολυσέλιδο και αν είναι το εισαγγελικό πόρισμα, όσο εμφατικές και αν είναι ένιες διατυπώσεις της συνοδευτικής ανακοίνωσης της Εισαγγελέως του ΑΠ (βλ. «αναντίλεκτα»), η σκιά που έχει απλωθεί τα τελευταία χρόνια πάνω από το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία μας μεγάλωσε, αντί να μικρύνει.
Όπως έχουν αποκαλύψει κυρίως η δημοσιογραφική έρευνα και οι ενέργειες των Αρχών Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών και Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, από το 2020 και μετά κατέστησαν στόχοι παρακολούθησης, είτε μέσω ΕΥΠ είτε μέσω του ιδιωτικού κατασκοπευτικού υπερόπλου Predator ή συνδυαστικά και με τους δύο μηχανισμούς, σειρά υπουργών και κυβερνητικών στελεχών, ο μετέπειτα αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, εισαγγελικοί λειτουργοί, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, δημοσιογράφοι κ.ά. Ένα μεγάλο μέρος των προσώπων αυτών ετέθησαν υπό παρακολούθηση και με τους δύο παραπάνω μηχανισμούς. Όλα αυτά επιβεβαιώνονται από το εισαγγελικό πόρισμα. Ωστόσο, ποιοι, με ποιον ακριβώς τρόπο, αλλά και γιατί ενορχήστρωσαν αυτό το σύστημα ευρείας παρακολούθησης δεν μαθαίνουμε από την Εισαγγελία του ΑΠ. Ούτε αν τυχόν έχουν διαρρεύσει ευαίσθητα κρατικά μυστικά, ποιοι μπορεί να κατέχουν υποκλαπέντα δεδομένα και τι «ισχύ» μπορεί αυτά να τους δίνουν. Ούτε, εν τέλει, αν αποτελούσαν πράγματι κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια κορυφαίοι υπουργοί, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ.λπ. Είναι δυνατόν, ενόψει των παραπάνω, να είναι όλα καλώς καμωμένα σε επίπεδο κρατικών υπηρεσιών;
Και όμως είναι, κατά την Εισαγγελία του ΑΠ. Πρωτίστως οι επισυνδέσεις της ΕΥΠ κρίθηκαν από την Εισαγγελία τυπικά νόμιμεςꞏ άρα, ουδείς λόγος περαιτέρω διαδικασιών συντρέχει. Και τούτο, μολονότι τον Μάιο του 2023 ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ δήλωνε κατηγορηματικά ότι «ο κ. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κανέναν απολύτως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και δεν έπρεπε ποτέ να είχε τεθεί υπό παρακολούθηση». Η αναφορά δε της Εισαγγελέως του ΑΠ, στην προσπάθειά της να στηρίξει ακριβώς τη θέση περί της νομιμότητας των επισυνδέσεων, σε νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ, C-349/21) είναι ανακριβής: όπως ορθώς επεσήμαναν ήδη οι συνάδελφοι Ν.Αλιβιζάτος και Ν.Παπασπύρου, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες, υπό τον όρο ωστόσο ότι έχει υποβληθεί προηγουμένως «αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο αίτημα της αρμόδιας αρχής», από το οποίο να «μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης» και στο οποίο μεταγενέστερα μπορεί να έχει πρόσβαση ο ενδιαφερόμενοςꞏ έτσι, το αίτημα επέχει θέση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που συνιστά αναγκαία δικαιοκρακτική εγγύηση.
Από την ίδια την ανακοίνωση της Εισαγγελέως του ΑΠ αλλά και από τις δημόσιες αιτιάσεις προσώπων σχετιζόμενων με την υπόθεση προκύπτουν και άλλα κρίσιμα επιμέρους ερωτήματα σε σχέση με τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση. Επί παραδείγματι: Γιατί δεν εκλήθησαν να καταθέσουν όλα τα γνωστά θύματα του Predator; Γιατί δεν έγινε έρευνα και στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας, ώστε να διακριβωθεί ποια πρόσωπα τελούσαν υπό διπλή παρακολούθηση (ΕΥΠ και Predator); Σημειωτέον ότι, καθώς φαίνεται, το εισαγγελικό πόρισμα, βασιζόμενο σε μία δημιουργική αριθμητική μόχλευση, αποδέχεται πως ήταν απλή σύμπτωση το γεγονός ότι περίπου το 1/3 όσων προσώπων διαπιστωμένα έγιναν στόχος του Predator παρακολουθήθηκαν και από την ΕΥΠ.
Δυστυχώς, στην υπόθεση των υποκλοπών δεν χύθηκε φως ούτε στο ανώτατο επίπεδο της Δικαιοσύνης. Το λεγόμενο «οιονεί δεδικασμένο» που αναδίδει το εισαγγελικό πόρισμα δεν μπορεί, πάντως, να σταματήσει την περαιτέρω δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης κυρίως ενώπιον υπερεθνικών δικαστηρίων, ούτε φυσικά την περαιτέρω δημοσιογραφική έρευνα, ούτε τον πολιτικό έλεγχο της κυβέρνησης. Η τελευταία παραμένει πολιτικά υπόλογη για τη σοβαρότατη αυτή υπόθεση, που έχει τραυματίσει βαθύτατα το κράτος δικαίου στην πατρίδα μας.
[Δημοσιεύτηκε στα Νέα της 1.8.24]