Το Σύνταγμα του 1975 τέθηκε σε ισχύ την 11η Ιουνίου του 1975. Ψηφίστηκε τότε μόνο από το κυβερνών κόμμα (ΝΔ), αλλά μέσα στον χρόνο κέρδισε την εκτίμηση του συνόλου σχεδόν του πολιτικού κόσμου. Διαδέχθηκε το απαρχαιωμένο Σύνταγμα του 1952 και το παράλληλα εφαρμοζόμενο τότε «παρασύνταγμα», εν γένει μία μακρά περίοδο εκτροπών και ταραχών, φυσικά τη δικτατορία και την τραγωδία της Κύπρου. Όταν ήρθε, δεν ήταν απλώς ένα νομικό κείμενο, ήταν μία υπόσχεση: να μη ξαναζήσει η χώρα θεσμικό σκοτάδι και πολιτειακές αναταράξεις. Ήταν η φωνή μιας πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας που ζητούσε δημοκρατική ομαλότητα. Γι’ αυτό και εγκαθίδρυσε ένα σύστημα φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με ισχυρές εγγυήσεις δικαιωμάτων. Αποτέλεσε, έτσι, μία προοδευτική τομή σε σχέση με το παρελθόν, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και ιδίως στην είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ (βλ. άρθ. 28).
Ήδη από τα πρώτα δέκα χρόνια της ισχύος του εξασφάλισε αξιοσημείωτη πολιτική ομαλότητα. Προπάντων, έθεσε τις βάσεις για την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία με ομαλές και αδιαμφισβήτητες εκλογικές διαδικασίες – πράγμα διόλου αυτονόητο στην πολιτική ιστορία του τόπου. Επίσης, μολονότι προέβλεπε αρχικά έναν ισχυρό Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ), οι υπερεξουσίες του εκείνες έμειναν, ευτυχώς, στα χαρτιά. Στην καλλιέργεια συνθηκών ομαλότητας συνέβαλε και η σύνεση που επέδειξε ο βασικός εμπνευστής του Συντάγματος του 1975, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως ΠτΔ κατά τα έτη 1980-1985, κατά τη συγκατοίκησή του με τον λαοφιλή Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργό.
Αργότερα, ωστόσο, βρέθηκε το Σύνταγμά μας στη δίνη σοβαρών πολιτικών κρίσεων. Βίωσε την κρίση της προεδρικής εκλογής με την ψήφο Αλευρά, τα Ειδικά Δικαστήρια της δεκαετίας του ’90, έναν πρωθυπουργό βαριά άρρωστο χωρίς ρητή πρόβλεψη διαδικασίας αντικατάστασής του (το ρυθμιστικό αυτό κενό επουλώθηκε μετέπειτα με το άρθ. 39 παρ. 2), διακυβέρνηση εν καιρώ οικονομικής κρίσης αλλά και πανδημίας με συνεχείς πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, δημοψήφισμα-εξπρές με τη χώρα να εγγίζει την άβυσσο, πολιτικές που γέννησαν έντονη αμφισβήτηση σχετικά με το τι ακριβώς εννοεί (λ.χ. στο άρθ. 16 για την απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων) κ.ά. Συχνές, εξάλλου, υπήρξαν οι παρερμηνείες ή καταστρατηγήσεις του, που υπηρέτησαν πολιτικές σκοπιμότητες σε βάρος της συνταγματικής νομιμότητας. Ιδιαίτερα, όμως, πληγώθηκε τελευταία με τη ζοφερή υπόθεση των παρακολουθήσεων πολιτικών και μη προσώπων, που επέφερε σοβαρό πλήγμα στο κράτος δικαίου.
Στα πενήντα αυτά χρόνια αναθεωρήθηκε τέσσερις φορές. Κάποιες διορθώθηκε με φροντίδα και με πνεύμα εκσυγχρονιστικό, αναζωογονήθηκε πραγματικά. Άλλες φορές, ωστόσο, η αναθεώρηση έγινε με κάποια απερισκεψία ή οδήγησε στην εισαγωγή στο Σύνταγμα λεπτομερειακών ρυθμίσεων αναντίστοιχων προς το κανονιστικό του βάρος. Σε κάποια φάση έχασε και την ισορροπία του, εγκολπωνόμενο έναν πανίσχυρο πρωθυπουργοκεντρισμό με ασθενή θεσμικά αντίβαρα και κυρίως με υποβαθμισμένο τον ρόλο της Βουλής. Τώρα βλέπει και πάλι πολιτικούς και νομικούς να το πλησιάζουν, ακονίζοντας τα αναθεωρητικά τους νυστέρια.
Στην πορεία, πάντως, το Σύνταγμά μας απέκτησε, ιδίως στο πεδίο της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, κρίσιμους συμμάχους εκτός συνόρων, όπως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η συμπόρευση αυτή προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια σε κάθε πολίτη.
Περνώντας μέσα από τις μυλόπετρες των πολιτικών ανταγωνισμών και των αυθαιρεσιών των κυβερνητικών πλειοψηφιών, το Σύνταγμα του 1975 κατάφερε εν τέλει ουκ ολίγα. Πρωτίστως περιφρούρησε τη δημοκρατική ομαλότητα στον τόπο. Και γι’ αυτό θα κέρδιζε και τη δική μου ψήφο.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 8.6.25 σε ειδικό αφιέρωμα για τα 50 χρόνια του Συντάγματος του 1975]