Αναθεώρηση: το μέλλον μπορεί να περιμένει;

Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης έφθασε πλέον στο τέλος της. Πρόκειται για μία ακόμη συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε με υψηλές προσδοκίες και μεγαλεπήβολες διακηρύξεις (κυρίως από πλευράς της προηγούμενης κυβερνητικής πλειοψηφίας), για να προσγειωθεί όμως και αυτή στο σκληρό έδαφος της πολιτικής πραγματικότητας. Η αναθεώρηση θα περιοριστεί τελικά σε κάποιες παρεμβάσεις χαμηλής εντάσεως. Μερικές από αυτές μπορεί να μην είναι αμελητέες, δεν συνιστούν ωστόσο τομές μείζονος σημασίας.

Εν πρώτοις, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) αποσυνδέεται πλέον από τη διάλυση της Βουλής. Στην επιλογή αυτή συνέτεινε προεχόντως η νωπή μνήμη από την καιροσκοπική εκμετάλλευση της προεδρικής εκλογής τον Δεκέμβριο του 2014 από την τότε (και νυν) αξιωματική αντιπολίτευση. Η διαφύλαξη της κυβερνητικής σταθερότητας κρίθηκε (και ορθώς) υπέρτερη της προσφυγής στην κάλπη με αφορμή την επιλογή ενός ΠτΔ αποψιλωμένου από ουσιαστικές αρμοδιότητες. Στο μέλλον, πάντως, μάλλον θα ξαναπροβληματιστούμε για τον ρόλο και τις αρμοδιότητες του ΠτΔ.

Άξια μνείας είναι, περαιτέρω, η τροποποίηση του άρ. 62 Σ., έτσι ώστε να περιοριστεί η «βουλευτική ασυλία» μόνο στα αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. Στο ίδιο πνεύμα του περιορισμού ειδικών προνομίων, καταργείται πλέον και η βραχεία αποσβεστική προθεσμία του άρ. 86 § 3 Σ. για την ποινική ευθύνη των υπουργών. Βεβαίως, εν γένει σε σχέση με το άρ. 86 Σ. η αναθεώρηση φάνηκε μάλλον άτολμη. Περισσότερο σύμφωνη προς τις επιταγές της ισότητας θα ήταν η κατ’ αρχήν ανάθεση της διερεύνησης της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβερνήσεως και των υφυπουργών στην κοινή ποινική δικαιοσύνη, με τη Βουλή να διατηρεί μόνο την αρμοδιότητα για την άρση της ασυλίας (εγγύτερα Καραμπατζός, Το Βήμα της 29.9.2019 και Αλιβιζάτος, Η Καθημερινή της 4.11.2019).

Έπειτα, πρακτικά σημαντική παρέμβαση είναι η μείωση της αναγκαίας πλειοψηφίας για τον διορισμό των μελών Ανεξάρτητης Αρχής από τα 4/5 στα 3/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής (άρ. 101Α Σ.), ώστε να μην επαναληφθούν οι αρρυθμίες στη λειτουργία των Αρχών που παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν. Θα πρέπει, επίσης, να χαιρετιστεί και η καθιδρυόμενη πλέον δυνατότητα σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής με πρόταση 10 βουλευτών  και πλειοψηφία 120 βουλευτών, δηλαδή ως δικαίωμα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Προβληματική είναι, πάντως, η θέσπιση περιορισμών στο δικαίωμα ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού (άρ. 51 παρ. 3-4 Σ.) διά της τεθλασμένης, δηλαδή μέσω αναθεώρησης του άρ. 54 Σ, που είχε κριθεί εν μέρει αναθεωρητέο από την προαναθεωρητική Βουλή (σε διαφορετική όμως κατεύθυνση).

Όπως είναι εμφανές, για μία ακόμη φορά εκτός αναθεώρησης έμειναν τα μεγάλα ζητήματα που τίθενται συστηματικά, εδώ και δεκαετίες, και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, όπως η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, η δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων ή ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους. Η κύρια ευθύνη βαραίνει εδώ την προηγούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Βεβαίως, το αναθεωρητικό εγχείρημα θα μπορούσε να είχε εγκαταλειφθεί, ώστε να ξεκινούσε εκ νέου άμεσα η συζήτηση για μείζονες τομές στο Σύνταγμα. Αντ’ αυτού προκρίθηκε μία περιορισμένη συνταγματική αναθεώρηση, όπως άλλωστε έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Καταλύτη στην επιλογή αυτή φαίνεται ότι αποτέλεσε η δυνατότητα αποσύνδεσης της εκλογής του ΠτΔ από τη διάλυση της Βουλής. Δυνατότητα που άνοιξε προαναθεωρητικά η κ.ο. του ΣΥΡΙΖΑ και δεν άφησε ανεκμετάλλευτη η ΝΔ, θυσιάζοντας ωστόσο έτσι την αναθεώρηση του άρ. 16 Σ. Το κρίσιμο είναι πλέον ότι κατά το άρ. 110 παρ. 6 Σ. η επόμενη αναθεώρηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εφόσον περάσει μία ολόκληρη πενταετία.

Και στο τελευταίο αυτό σημείο αναφαίνεται, κατ’ εμέ, ένα σοβαρό πρόβλημα της συνταγματικής μας τάξης: Εν γένει, το ελληνικό Σύνταγμα είναι ιδιαίτερα αυστηρό, ιδίως σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα (λ.χ. γαλλικό). Η αναθεώρησή του κατ’ άρ. 110 Σ. υπόκειται σε εξαιρετικά αυστηρούς διαδικαστικούς περιορισμούς –όπως η προαναφερθείσα πενταετία–, που δυσχεραίνουν πρωτοβουλίες εκσυγχρονισμού του. Γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη μου, σε τυχόν μελλοντική πρωτοβουλία για την αναθεώρηση του Συντάγματος προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί ακριβώς στην αναθεώρηση του ίδιου του άρ. 110 Σ.

Προφανώς, τα ουσιαστικά όρια της αναθεώρησης, δηλαδή οι μη αναθεωρήσιμες ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγματος (άρ. 110 παρ. 1 Σ.), δεν επιτρέπεται να θιγούν. Από εκεί και πέρα, όμως, υφίστανται περιθώρια για αλλαγές επί της διαδικασίας, που θα την καθιστούν πιο ευέλικτη (ενδεικτ. Κοντιάδης, σε: Σπυρόπουλο/Κοντιάδη/Ανθόπουλο/Γεραπετρίτη, ΕρμΣυντ, άρθ. 110 αρ. 42 επ., όπου και αναφορά σε αντίθετες απόψεις εγκρατών συνταγματολόγων). Θα μπορούσαν εδώ να προταθούν δύο τέτοιες παρεμβάσεις: (α) Κατάργηση της προϋπόθεσης της παρέλευσης πενταετίας από την προηγούμενη αναθεώρηση – ή, έστω, πρόβλεψη περί ισχύος της προϋπόθεσης αυτής μόνο για τις προσφάτως αναθεωρηθείσες διατάξεις (έτσι, μεταξύ άλλων, Τσακυράκης). (β) Κατάργηση της παρεμβολής του εκλογικού σώματος, έτσι ώστε η αναθεωρητική διαδικασία να αρχίζει και να ολοκληρώνεται σε μία βουλευτική περίοδο. Και πάλι θα πρέπει να απαιτούνται εδώ δύο ψηφοφορίες με αυξημένη πλειοψηφία (λ.χ. 180 βουλευτών) και με κάποια χρονική απόσταση μεταξύ τους (λ.χ. έξι μηνών, που θα λειτουργεί ως cooling-off period· βλ. και Κοντιάδη, όπ.π., καθώς επίσης άρ. 90 της ακαδημαϊκής πρότασης για «ένα καινοτόμο Σύνταγμα»). Στο πλαίσιο αυτό, η επίτευξη ευρειών συναινέσεων θα παραμείνει το κύριο ζητούμενο, ενώ παράλληλα θα επιταχυνθεί σημαντικά η όλη διαδικασία.

Η δεύτερη παρέμβαση δεν είναι τόσο ρηξικέλευθη όσο ίσως μοιάζει εκ πρώτης όψεως. Στην πραγματικότητα, δεν απέχει πολύ από αυτό που ήδη συμβαίνει υπό το ισχύον άρ. 110 Σ. Διότι υπό την (αμφιλεγόμενη) παραδοχή της κρατούσας άποψης ότι οι προτάσεις αναθεώρησης της προαναθεωρητικής Βουλής δεσμεύουν την αναθεωρητική Βουλή μόνον ως προς τα αναθεωρητέα άρθρα και όχι ως προς το περιεχόμενο ή την κατεύθυνσή τους –ακόμη μάλιστα και αν υπερψηφίστηκαν από 180 βουλευτές–, η αναθεωρητική Βουλή είναι εκείνη που καθορίζει κυριαρχικά το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Το εκλογικό δε σώμα, που παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο Βουλών, συχνά μπορεί να αδιαφορεί για το περιεχόμενο της αναθεώρησης και να ψηφίζει με βάση άλλα κριτήρια (φορολογία, εθνικά θέματα κοκ).

Ύστερα από 45 χρόνια δημοκρατικής ομαλότητας, νομίζω ότι η αναθεώρηση του άρ. 110 Σ. μπορεί να τεθεί πλέον επί τάπητος. Ένας μετριασμός του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος, ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, θα επιτρέψει μελλοντικά στο Σύνταγμα και τη χώρα να προσαρμόζονται ευχερέστερα στις σύγχρονες εξελίξεις και ανάγκες.                                          

   *Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 24.11.2019, σ. 26-27/2-3 («νέες εποχές»).