Διάθεση συναίνεσης, αλλά και ρεαλισμού

Στην καθιερωμένη συνέντευξη τύπου της ΔΕΘ, ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στα του εκλογικού νόμου. Για πρώτη φορά αποσυνέδεσε ανοιχτά τον εκλογικό νόμο από τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Δήλωσε, μάλιστα, ότι, αν δεν αλλάξει ο εκλογικός νόμος με 200 βουλευτές, τότε το 2023 η χώρα θα οδηγηθεί σε διπλές εκλογές – προφανώς πρώτα με τη νυν ισχύουσα απλή αναλογική και, εν συνεχεία, με τον νέο εκλογικό νόμο που θα έχει ψηφιστεί (τουλάχιστον) από τη ΝΔ.

Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό ο Πρωθυπουργός φαίνεται να απέκλεισε το ενδεχόμενο αναθεώρησης του άρ. 54 παρ. 1 Συντ., με σκοπό να μειωθεί η αναγκαία πλειοψηφία για την άμεση ισχύ ενός νέου εκλογικού νόμου από τους 200 βουλευτές (όπως προβλέπεται τώρα) λ.χ. στους 180. Υπενθυμίζεται εδώ ότι για μία τέτοια αναθεώρηση απαιτούνται στην Αναθεωρητική πλέον Βουλή 180 βουλευτές, δεδομένου ότι η προηγούμενη, προτείνουσα Βουλή είχε ψηφίσει υπέρ της αναθεώρησης του άρ. 54 παρ. 1 Συντ. με απλή πλειοψηφία 156 βουλευτών (και μάλιστα προς την κατεύθυνση της συνταγματικής καθιέρωσης της απλής αναλογικής).

Η εν γένει τοποθέτηση του Πρωθυπουργού επί του εκλογικού νόμου αποπνέει μία συναινετική διάθεση προς την αντιπολίτευση· την καλεί, κατ’ ουσίαν, σε συνεννόηση. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι μέχρι στιγμής από τα κυβερνητικά χείλη γίνεται λόγος για ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα, που θα εξασφαλίζει παράλληλα την κυβερνησιμότητα (ώστε λ.χ., αν το πρώτο κόμμα συγκεντρώνει ποσοστό 40%, να έχει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία).

Από την άλλη μεριά, πάντως, η παραπάνω τοποθέτηση μπορεί να σημαίνει συγχρόνως και επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού από το κυβερνών κόμμα. Ειδικότερα, όπως επεσήμαινα σε προηγούμενο άρθρο μου («Τα Νέα» της 10-11.8.2019, σ. 17), το πρακτικό θέμα που ανακύπτει σε σχέση με την αναθεώρηση του άρ. 54 παρ. 1 Συντ. είναι αν θα εξασφαλιστεί μία πλειοψηφία 180 βουλευτών τόσο για την αναθεώρηση του ίδιου του άρ. 54 παρ. 1 Συντ. όσο και, εν συνεχεία, για την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου με άμεση ισχύ. Στο πλαίσιο αυτό υπογράμμιζα ιδιαιτέρως τον ρόλο των βουλευτών (ιδίως του ΚΙΝΑΛ) ως αρνησίκυρων παικτών (veto players): «Πολλά εξαρτώνται εδώ από το πώς θα πολιτευτεί η κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΙΝΑΛ, η οποία διαθέτει στους κόλπους της και βουλευτές με διακριτό πολιτικό στίγμα, όπως ο πρώην Πρωθυπουργός Γ.Παπανδρέου. Επιπλέον, επειδή το άθροισμα των βουλευτών ΝΔ και ΚΙΝΑΛ είναι ακριβώς 180, κάθε βουλευτής αποκτά τον ρόλο ενός σημαντικού αρνησίκυρου παίκτη, με ισχυρή διαπραγματευτική θέση.» Κατέληγα δε στην εκτίμηση ότι «το επόμενο διάστημα θα σημειωθούν διεργασίες μεταξύ κομμάτων και βουλευτών (όχι μόνον της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ), που ενδέχεται να αφορούν συνολικά όλα τα ζητήματα που συνδέονται με τη Συνταγματική Αναθεώρηση και την εκλογή νέου ΠτΔ».

Ήδη, με την τοποθέτηση του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ ξεκίνησαν και επισήμως πλέον οι σχετικές διεργασίες. Ακόμη και αν αυτές δεν οδηγήσουν σε αναθεώρηση του άρ. 54 παρ. 1 Συντ. –εξέλιξη που δεν θα είναι απαραίτητα αρνητική–, είναι μάλλον βέβαιο ότι θα προκαλέσουν διάφορες ωσμώσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, αλλά και μεταξύ των βουλευτών. Τη σχετική πρωτοβουλία των κινήσεων θα έχει ασφαλώς η κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία όμως θα πρέπει να αναζητήσει ευρύτερες συναινέσεις, είτε συνταγματικώς επιβαλλόμενες είτε όχι. Το τελευταίο θα είναι επωφελές για τη χώρα μας, που υπέφερε τα τελευταία χρόνια από ανερμάτιστες διχαστικές λογικές, οι οποίες εν τέλει δεν ωφέλησαν πολιτικά ούτε τους ίδιους τους εμπνευστές τους.                                 

                                                   *Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 11.9.2019, σ. 12.