ΗΠΑ: οι συνέπειες ενός μπούμερανγκ

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι όσοι ασκούν εξουσία αντιμετωπίζουν ενίοτε σκληρά διλήμματα. Στις περιπτώσεις αυτές, οριακές συνταγματικά αποφάσεις δεν αποκλείονται. Εκεί όμως που τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνα είναι όταν επιχειρείται η αλλαγή βασικών όρων του πολιτικού παιχνιδιού, με συνέπειες που ξεπερνούν τη σημερινή πολιτική συγκυρία και επηρεάζουν μελλοντικές πολιτειακές διαδικασίες. Ιδίως οι θεσμικές ακροβασίες μπορεί να έχουν βαρύ τίμημα μελλοντικά, αν ο σημερινός «καλοκάγαθος», δημοκρατικός ηγέτης αντικατασταθεί από έναν αδίστακτο πολιτικό. Η άπαξ υπέρβαση των ορίων μπορεί να σημάνει την οριστική μετάθεσή τους και, εν συνεχεία, να οδηγήσει σε μία ολισθηρή πλαγιά.

Την επώδυνη αυτή αλήθεια βιώνουν τα τελευταία χρόνια οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ: Κατά τη δεύτερη θητεία του, ο πρόεδρος Ομπάμα αντιμετώπιζε τη συνεχή άρνηση των Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών να εγκρίνουν κάποιους προτεινόμενους από τον ίδιο ομοσπονδιακούς δικαστές και ανώτατους αξιωματούχους της διοίκησης. Οι Δημοκρατικοί είχαν μεν τότε την πλειοψηφία στη Γερουσία, δεν συγκέντρωναν ωστόσο την αυξημένη πλειοψηφία των 60 γερουσιαστών επί συνόλου 100 (supermajority), που ήταν αναγκαίοι για την παροχή της προαναφερθείσας έγκρισης. Έτσι, το 2013 έγινε χρήση του λεγόμενου «πυρηνικού όπλου» (nuclear option): η ίδια η Γερουσία, με πλειοψηφία των Δημοκρατικών 52-48, υπερψήφισε τη δυνατότητα έγκρισης ομοσπονδιακών δικαστών και ανώτατων αξιωματούχων με απλή πλειοψηφία 51 γερουσιαστών, καταργώντας έτσι εδώ τον κανόνα της αυξημένης πλειοψηφίας (ενδεικτ. http://freakonomics.com/podcast/president-matter-redux/). Σημειωτέον ότι έναν χρόνο αργότερα, το 2014, οι Δημοκρατικοί θα χάσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία και η «πυρηνική ενέργεια» θα περάσει στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων…

Δεν ήταν όμως μόνον αυτό. Όπως έχω επισημάνει παλαιότερα (The Books’ Journal, τ. 6/2017), κατά τη θητεία Ομπάμα σειρά σημαντικών αποφάσεων ελήφθησαν με τη μορφή προεδρικών Εκτελεστικών Διαταγμάτων (Executive Orders), και πάλι λόγω της σκληρής αντιπολιτευτικής στάσης των Ρεπουμπλικάνων. Εδώ, ωστόσο, δεν υπήρξε κάποια πρωτοτυπία, καθώς παραδοσιακά οι αμερικανοί πρόεδροι χρησιμοποιούν αυτή την ιδιαίτερη προνομία, η οποία έχει μάλλον ασαφή όρια. Παρά τις επιδοκιμαστέες κατ’ αρχήν προθέσεις του Ομπάμα (λ.χ. εφαρμογή του «Obamacare» ή αποτροπή απέλασης εκατομμυρίων εργαζομένων μεταναστών), ολοκλήρωσε την οκταετή προεδρική θητεία του με 276 Εκτελεστικά Διατάγματα, υπολειπόμενος πάντως, εν προκειμένω, όλων των μεταπολεμικών προέδρων των ΗΠΑ που εξήντλησαν οκταετή θητεία. Η πρακτική αυτή σήμαινε, βεβαίως, ότι με τον ίδιο κυριαρχικό τρόπο θα μπορούσαν να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν τα Διατάγματα αυτά από έναν επόμενο πρόεδρο διαφορετικών αντιλήψεων.

Και ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ ήρθε το 2016. Η εκλογή Τραμπ σηματοδότησε μία πλήρη μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών. Ο νέος πρόεδρος βρέθηκε να έχει πλέον ενισχυμένες ρυθμιστικές εξουσίες. Δεν είναι ίσως ευρέως γνωστό, αλλά ο Τραμπ έχει ήδη διορίσει δεκάδες ομοσπονδιακούς δικαστές, καθώς και δύο δικαστές στο εννεαμελές Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, κάνοντας ακριβώς χρήση της παραπάνω απλής πλειοψηφίας στη Γερουσία – που από το 2017 ισχύει και για τον διορισμό των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μάλιστα, οι δικαστές αυτοί επιλέγονται, κατά βάσιν, από μία συγκεκριμένη δεξαμενή συντηρητικής σκέψης (Federalist Society). Σκοπός φαίνεται να είναι εδώ η μεταστροφή της νομολογίας των δικαστηρίων, και δη σε σειρά κρίσιμων κοινωνικο-πολιτικών ζητημάτων.

Παράλληλα με τα ανωτέρω, ο Τραμπ έχει εκδώσει και πλήθος Εκτελεστικών Διαταγμάτων (μέχρι στιγμής 138, ενώ βρισκόμαστε μόλις στο τέταρτο έτος της θητείας του), μεταξύ άλλων και το γνωστό Διάταγμα περί απαγόρευσης εισόδου σε άτομα προερχόμενα από ορισμένες μουσουλμανικές χώρες. Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Σικάγου Έρικ Πόζνερ είχε προειδοποιήσει εγκαίρως, πριν από την εκλογή Τραμπ, για τους κινδύνους που εν γένει ενέχει η εύκολη προσφυγή σ’ αυτή τη μορφή άσκησης εκτελεστικής εξουσίας (βλ. σχετ. Καραμπατζό, The Books’ Journal, τ. 6/2017).

Προφανώς, ο Ομπάμα, με ενέργειες όπως οι παραπάνω, προσπάθησε να παρακάμψει μία εχθρική προς εκείνον Γερουσία, που είχε σχεδόν παραλύσει τη διακυβέρνησή του. Συνέτρεχαν, δηλαδή, επιτακτικοί πολιτικοί λόγοι για τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες που πήρε. Επρόκειτο δε, δίχως αμφιβολία, για έναν σοβαρό ηγέτη με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία και την πατρίδα του.

Εν τούτοις, υπάρχει εδώ ένα γενικότερο πρόβλημα: Η επιτακτική πολιτική αναγκαιότητα του σήμερα μπορεί να ανοίξει σοβαρές πληγές για το αύριο, ενώ το σημερινό πολιτικό όφελος μπορεί σε μία μελλοντική αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών να ακυρωθεί, ιδίως όταν έχουν χρησιμοποιηθεί πολιτικά όπλα που, από τη φύση τους, λειτουργούν σαν μπούμερανγκ. Ιδιαίτερα δε επικίνδυνη, στο πλαίσιο αυτό, είναι η κατάργηση κανόνων ενισχυμένης πλειοψηφίας. Τέτοιου είδους διαδικαστικοί κανόνες εμποδίζουν την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία από το να μεταβάλλει κατά το δοκούν κρίσιμους όρους του πολιτικού παιχνιδιού (βλ. χαρακτηριστικά σε εμάς το άρ. 54 § 1 Συντ. περί άμεσης ισχύος ενός εκλογικού νόμου μόνον εφόσον αυτός ψηφιστεί από 200 βουλευτές). Συγχρόνως, επιβάλλουν την επίτευξη ευρειών συναινέσεων, έστω και μέσω χρονοβόρων διαδικασιών διαβούλευσης, οι οποίες αποτελούν, άλλωστε, αναγκαίο συστατικό της δημοκρατίας.

Ο σεβασμός προς τέτοιους διαδικαστικούς κανόνες επιβάλλεται, προεχόντως, ως ζήτημα αρχής, ως ζήτημα εύρυθμης λειτουργίας της δημοκρατίας – εξάλλου, ας μη λησμονούμε ότι τα ίδια τα (θεσμικά) μέσα είναι σκοποί της δημοκρατίας. Δευτερευόντως, τη μη μεταβολή θεμελιακών κανόνων διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού επιτάσσουν και λόγοι πρακτικής πολιτικής σκοπιμότητας: η χαλάρωσή τους είναι πιθανόν να ωφελήσει μεθαύριο έναν πολιτικό αντίπαλο, που μπορεί μάλιστα να μην έχει την ηθική συγκρότηση και τις αγαθές προθέσεις του προκατόχου του, αλλά να προσφύγει και αυτός στις ίδιες αμφιλεγόμενες πρακτικές που μετήλθε ο προκάτοχός του, προς βλάβη πλέον του γενικού συμφέροντος.

Συνεπώς, η επέμβαση σε θεμελιώδεις κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού απαιτεί μέγιστη προσοχή και αυτοσυγκράτηση. Πρέπει να γίνεται με σεβασμό προς τις σταθερές του Πολιτεύματος και με το πολιτικό βλέμμα στραμμένο και στη μεθεπόμενη ημέρα. Καιροσκοπική χρήση των θεσμών και των συνταγματικών περιθωρίων μπορεί, μεσοπρόθεσμα, να κοστίσει σοβαρά σε μία χώρα. Μερικές φορές, το πολιτικό μπούμερανγκ επιστρέφει με δριμύτητα, επιφέροντας πολλαπλά πλήγματα.                                           

                *Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 16.2.2020, σ. 21-22/1-2 («νέες εποχές»).