Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια του Άμoς Οζ

«Η Ελλάδα είναι γεμάτη από διαφορετικές απόψεις. Είναι μία παθιασμένη σύνθεση επιχειρημάτων. 11 εκατομμύρια πολίτες, 11 εκατομμύρια πρωθυπουργοί, 11 εκατομμύρια Μεσσίες και προφήτες, όλοι φωνάζουν με όλη τη δύναμη της φωνής τους, κανείς ποτέ δεν ακούει… Αγαπώ όμως την Ελλάδα ακόμη και τις στιγμές που δεν μου αρέσει, ακόμη και όταν δεν την αντέχω… Η χώρα είναι βαθιά διαιρεμένη. Ευτυχώς, όμως, δεν είναι διαιρεμένη με βάση μία και μόνη διαχωριστική γραμμή, αλλά με βάση διάφορες, διασταυρούμενες διαχωριστικές γραμμές. Είναι, πρωτίστως, διαιρεμένη μεταξύ όλων των πολιτών, γιατί όλοι έχουν τη γνώμη τους και όλοι γνωρίζουν καλύτερα από τους άλλους. Η χώρα διαρκώς επιχειρηματολογεί… Αυτή είναι η Ελλάδα με λίγα λόγια, αλλά δεν θέλω να την εξιδανικεύσω. Γιατί έχουμε και φανατικούς, εκείνα τα «περιφερόμενα θαυμαστικά». Aυτός είναι ο ορισμός μου για τον φανατικό: ένα περιφερόμενο θαυμαστικό! Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν θα ακούσει τον άλλον, που είναι πεπεισμένος για το δίκιο του μέχρι του σημείου άσκησης βίας… Ωστόσο, όσο μένουμε μακριά από τη βία, είναι μεγάλη απόλαυση και προνόμιο η ελευθερία μας να επιχειρηματολογούμε και να διαφωνούμε με στεντόρεια φωνή. Αυτό είναι ελευθερία για μένα…»

Μόνον μια λαθροχειρία έχω διαπράξει στα παραπάνω λόγια: αντικατέστησα το Ισραήλ με την Ελλάδα και έβαλα, έτσι, τον μεγάλο ισραηλινό συγγραφέα Άμος Οζ –που απεβίωσε μόλις πριν λίγους μήνες– να μιλήσει για την πατρίδα μας (πρόκειται για απόσπασμα από ομιλία του στη Μελβούρνη –το 2011–, μία από τις πολλές, όμοιες κατά περιεχόμενο, ομιλίες που είχε δώσει ο Οζ ανά τον κόσμο: https://www.youtube.com/watch?v=uY6m9y2MQL0). Η παραπάνω εικόνα ανακλά σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Συγχρόνως, τα λόγια του Οζ μάς δείχνουν ότι στα μειονεκτήματά μας μπορούμε να δούμε και προτερήματα. Να δούμε τις διαιρέσεις και τις συνεχείς διαφωνίες μας επί παντός επιστητού σαν ενδείξεις ζωντάνιας της κοινωνίας μας, αρκεί να γνωρίζουμε και τα σχετικά όρια. Και τα όρια αφορούν, ασφαλώς, τη μη άσκηση βίας εις βάρος οποιουδήποτε έχει διαφορετική άποψη. Ο πλουραλισμός των απόψεων μόνον σε ένα ειρηνικό περιβάλλον μπορεί να ανθήσει. Και εκεί θέλουμε ακόμη δουλειά ως κοινωνία και ως άτομα, καθώς η βίαιη επιβολή απόψεων και αιτημάτων και το μίσος δυστυχώς δεν σπανίζουν στη χώρα μας, ενώ κάποιες πληγές του εμφυλίου εξακολουθούν να μας κατατρύχουν – πληγές, βέβαια, που κανονικά θα έπρεπε να μας υπενθυμίζουν την ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης. Έχουμε, έξαλλου, και στην ελληνική κοινωνία έναν σημαντικό αριθμό «περιφερόμενων θαυμαστικών» (walking exclamation marks, κατά την ωραία φράση του Οζ), φανατικών πάσης φύσεως και προέλευσης.

Προφανώς η προσέγγιση του Οζ δεν είναι καινοφανής. Είναι γνωστή η θεμελιώδης φιλελεύθερη αντίληψη του Μιλλ για την ελεύθερη αγορά των ιδεών και τα πολλαπλά οφέλη αυτής. Λιγότερο ίσως γνωστή είναι η θαρραλέα υπεράσπιση του πλουραλισμού και της ελευθερίας του λόγου από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, όταν την άνοιξη του 1918, κλεισμένη στις γερμανικές φυλακές, έγραφε με αφορμή την απόφαση για διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης από τους Μπολσεβίκους: «Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή σε όλους τους δημόσιους θεσμούς ξεψυχάει… Η ελευθερία νοείται πάντα ως ελευθερία για αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά» (βλ. Α.Παππά, «Καθημερινή» της 28-29.10.17).

Περαιτέρω, όμως, μέσα από τα παραπάνω λόγια του Οζ αναδεικνύεται μία ακόμη παθογένεια που αφορά και την ελληνική περίπτωση: Ναι, είναι ωραίο να διαφωνούμε και να παθιαζόμαστε για τις απόψεις μας. Εν τούτοις, συχνά δεν προσέχουμε τον άλλον όταν μιλάει, ακούμε όχι με την πρόθεση να καταλάβουμε τι λέει, αλλά μόνον να απαντήσουμε. Έτσι, όμως, δεν πραγματώνουμε την αποστολή ενός ουσιαστικού και επιτυχημένου διαλόγου, στο πλαίσιο του οποίου, κατά τον Πόππερ, δύο συνομιλητές ξεκινούν από δύο αντίθετα σημεία Α και Β και καταλήγουν εν τέλει να συναντηθούν σε κάποια μέσο σημείο. Απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι να είμαστε «ενεργητικοί ακροατές» (active listeners) και ιδίως να προσπαθούμε να μπαίνουμε στη θέση του συνομιλητή μας, επιδεικνύοντας υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης (empathy) για τις ανησυχίες και επιδιώξεις του.

Η σκέψη του Οζ μάς ξαναβρίσκει και σε ένα άλλο σημείο, όταν θα τονίσει την αξία του συμβιβασμού, που ιδίως το πολιτικό μας σύστημα επί δεκαετίες τώρα αποτάσσεται, με τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα την όλη προσέγγιση της Συμφωνίας των Πρεσπών και της σχέσης μας με τη γείτονα χώρα. Ο Οζ θα διακηρύξει εδώ, κατηγορηματικά, την πίστη του στην αξία των συμβιβασμών, παρά το έντονα αρνητικό φορτίο που συνοδεύει τη λέξη. Μπορεί μεν ιδίως οι νέοι άνθρωποι, διαπνεόμενοι από έναν υγιή ιδεαλισμό, να πιστεύουν ότι ο συμβιβασμός υποδηλώνει ασυνέπεια και έλλειψη ακεραιότητας. Ωστόσο, για τον Οζ, «η λέξη «συμβιβασμός» είναι συνώνυμη με τη ζωή: όπου υπάρχει ζωή, υπάρχει αναγκαστικά και συμβιβασμός. Και το αντίθετο του συμβιβασμού δεν είναι ο ιδεαλισμός, ούτε η ακεραιότητα: είναι ο φανατισμός… Και δεν υπάρχει χαρούμενος συμβιβασμός, παρά μόνον επώδυνος». Σημειωτέον δε ότι ο Οζ αναφερόταν εδώ σε έναν επώδυνο συμβιβασμό μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, ήτοι στη «λύση των δύο κρατών»· γι’ αυτό, άλλωστε, στο Ισραήλ «του είχε απονεμηθεί το παράσημο του προδότη» (όπως έλεγε ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος)…

Πάντως, ο Οζ προσφέρει ίσως και μία προοπτική για την πατρίδα μας: Όπως όλοι γνωρίζουμε, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα καταλαμβάνει συχνά-πυκνά τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου λόγω της δεινής οικονομικής της κατάστασης. Το όραμά μας, ενόψει και της πλησιάζουσας διακοσιετηρίδας από το 1821, θα ήταν «να φύγει η Ελλάδα από τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου και, αντ’ αυτών, να καταλάβει τα πολιτιστικά, αρχιτεκτονικά, μουσικά, λογοτεχνικά ένθετα των εφημερίδων» (και πάλι έχω αντικαταστήσει εδώ το Ισραήλ με την Ελλάδα). Εθνικό μας στόχο θα μπορούσε να αποτελέσει η δημιουργία μιας «χρυσής εποχής» για τον ελληνικό πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες, τον κινηματογράφο, τη μουσική κοκ. Μιας «εποχής» που θα προσελκύσει θετική διεθνή δημοσιότητα και θα εγκαινιάσει μία νέα ιστορική φάση εθνικής δημιουργίας και ανάτασης.

                                      

      *Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 17.2.2019, σ. 24 & 41/4-5 («νέες εποχές»).