«Κάθε δεύτερη νύχτα με επισκέπτονται τα φαντάσματα»

– «Τι άλλο συμβαίνει εκείνες τις νύχτες που σας επισκέπτονται τα φαντάσματα του παρελθόντος; Σας καταδιώκουν και οι πράξεις σας και τα θύματά σας;

– «Στην πραγματικότητα και τα δυο. […] Αυτό που μου απομένει είναι να αποσυρθώ στον εαυτό μου· θα πρέπει να συνεχίσω να ζω με τα δεινά που έχω προκαλέσει.» […]

– «Θα λέγατε ότι έχετε βρει πια γαλήνη με τον εαυτό σας;»

– «Όχι. Αυτό δεν μπορώ να το πω, σίγουρα όχι. Όχι. Υπήρξαν οι νεκροί όλης αυτής της πορείας, και μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο τους πυροβοληθέντες αστυνομικούς της Κολωνίας, τους φρουρούς του Σλάιερ. Γαλήνη; Αυτό μετά βεβαιότητας δεν θα μου συμβεί ποτέ στη ζωή μου. Και είναι καλά έτσι. Είναι η διαλυμένη ιστορία της ζωής μου. […]»

– «Θα λέγατε ότι δικαίως μείνατε στη φυλακή επί 17 χρόνια;»

– «Ναι.»

Τα λόγια αυτά προέρχονται από μία πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε στη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit» (19.11.2020) ο Πέτερ-Γιούργκεν Μπόοκ (σήμερα 69 ετών), ηγετικό στέλεχος της δεύτερης γενιάς τρομοκρατών της περίφημης γερμανικής τρομοκρατικής οργάνωσης RAF (Rote Armee Fraktion). Συμμετείχε σε δολοφονίες και ληστείες της οργάνωσης κατά τη δεκαετία του ’70. Ορόσημο στη συμμετοχή του αποτέλεσε η εμπλοκή του στην «υπόθεση της Ζυρίχης» το 1979: εκεί, συμμετέχοντας σε μία ληστεία τράπεζας μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του, πυροβόλησαν και σκότωσαν μία πεζή και τραυμάτισαν δύο αστυνομικούς. Ήταν τότε ίσως η δική του «στιγμή Αξαρλιάν». Εκείνος όμως την ένιωσε, τον άλλαξε.   

Ο Μπόοκ δεν έχει πάψει, ασφαλώς, να πιστεύει στο δίκαιο των πολιτικών αιτημάτων που υποστήριζε στα νιάτα του. Ούτε να αμφιβάλλει για το ποιόν ορισμένων θυμάτων της οργάνωσης, όπως κυρίως του Χανς-Μάρτιν Σλάιερ, προέδρου τότε του γερμανικού ΣΕΒ και διατελέσαντος μέλους των SS. Άλλωστε, στη μεταπολεμική Γερμανία η απομάκρυνση των συνεργατών των ναζί, που κατείχαν πλέον καίριες θέσεις στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό, αποτελούσε ένα πολύ σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Το αίτημα εκφράστηκε και από πολιτικές δυνάμεις, όπως οι Πράσινοι. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπόοκ έχει φτάσει πλέον να διαχωρίζει τα πράγματα, ήτοι το πολιτικό αίτημα από την εγκληματική πράξη (: «Για αυτό που έκανα δεν μπορεί να υπάρξει καμία δικαιολογία»). Επίσης, αντιλαμβάνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η οργάνωση πέτυχε εν τέλει το αντίστροφο από αυτό που επεδίωκε, λ.χ. μετατρέποντας τον Σλάιερ σε μάρτυρα.    

Εύχομαι, ειλικρινά, η περιπέτεια των τελευταίων εβδομάδων να έχει αίσια έκβαση και ο Δημ.Κουφοντίνας να ζήσει. Για την αξία της ανθρώπινης ζωής, προεχόντως. Ως γνωστόν, ο εκτελεστής της 17Ν, αν και καταδικάστηκε για σειρά δολοφονιών και ληστειών, παραμένει ακόμη αμετανόητος. Γι’ αυτό και εύχομαι, επίσης, κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν θα έχουν περάσει κάπως τα χρόνια, να βρει και εκείνος το θάρρος να δώσει μία συνέντευξη, όπου θα αναγνωρίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής και τα λάθη του. Μία ειλικρινής, δημόσια μεταμέλεια από μέρους του, κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια, θα προσέφερε πολλά στην κοινωνία μας. Θα περιόριζε το δηλητήριο του μίσους και της βίας, που δυστυχώς ακόμη τρέχει ανάμεσά μας, όπως δείχνουν διάσπαρτα γεγονότα των τελευταίων ημερών.

Ξέρω, βέβαια, πόσο ουτοπικές ακούγονται αυτές οι σκέψεις. Αλλά αυτή είναι εν τέλει η δύναμη της δημοκρατίας, ότι δηλαδή μπορεί να επενδύει και στην ευγενή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Σε αντίθεση με την ένοπλη πάλη, που εξ ορισμού βλέπει μόνο τη βία και το αίμα ως μοχλό κοινωνικών εξελίξεων.  

                                                        *Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 4.3.2021, σ. 20.