Ο γάμος μεταξύ ομοφύλων, το τέλος των διακρίσεων και η ισότητα για όλους

Στις 17.3.2021, με απόφαση του Πρωθυπουργού συστάθηκε Επιτροπή υπό την προεδρία του καθηγητή Αλ.-Λ. Σισιλιάνου, τ. προέδρου του ΕΔΔΑ, με σκοπό τη σύνταξη «Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+». Η Επιτροπή παρέδωσε στις 29.6.2021 μία Έκθεση με τα βασικά πορίσματά της. Μεταξύ άλλων, η Έκθεση ανοίγει τον δρόμο για τη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφύλων, υπογραμμίζοντας ότι «καμία στρατηγική για την ισότητα ΛΟΑΤΚΙ+ δεν θα μπορούσε να μην θέτει το ζήτημα της ισότητας στον πολιτικό γάμο».

Η θέση αυτή είναι σύμφωνη με τη γενικότερη τάση που επικρατεί διεθνώς την τελευταία εικοσαετία. Το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, καθώς και έξι χώρες της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής έχουν θεσπίσει πλέον τον γάμο μεταξύ ομοφύλων. Δεν δίστασαν να προχωρήσουν στο βήμα αυτό ακόμη και συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως η κυβέρνηση Κάμερον στο ΗΒ, ή καθολικότατες χώρες, όπως η Ισπανία. Κατά κανόνα δε, γάμος και τεκνοθεσία πηγαίνουν χέρι-χέρι. Προς την τελευταία κατεύθυνση κινείται και η σχετική πρόσφατη πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ.

Κατά τα φαινόμενα, στη χώρα μας διαμορφώνεται πλέον μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης ένας κατ’ αρχήν consensus προς τη σωστή κατεύθυνση. Η αναγνώριση του γάμου μεταξύ ομοφύλων παρίσταται, κατ’ εμέ, επιβεβλημένη για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:

Εν πρώτοις, όπως από καιρό υποστηρίζεται, η θεμελιακή αρχή της ισότητας επιτάσσει την ισότιμη –και όχι διακριτική– μεταχείριση των ερωτικών επιλογών, ανεξαρτήτως φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού.

Δεύτερον, ναι μεν ούτε λόγος, ο γάμος είναι ένας ιερός δεσμός ζωής, με μεγάλη κοινωνική αξία και πολιτιστική παράδοση· διακρίνεται δε από μία μοναδικότητα που δεν απαντά σε άλλες εννόμως αναγνωριζόμενες σχέσεις (όπως το σύμφωνο συμβίωσης), ενώ συνοδεύεται συνήθως από σειρά σημαντικών νομικών και οικονομικών προνομίων. Παράλληλα, ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και ο χαρακτήρας του ως συμβάσεως. Έτσι, και ο γάμος καλύπτεται από την ελευθερία των συμβάσεων –απόρροια της γενικής αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρ. 5 παρ. 1 Συντ.)–, η οποία καταλαμβάνει, ειδικότερα, την ελευθερία τόσο σύναψης ή μη μιας σύμβασης όσο και επιλογής του προσώπου του αντισυμβαλλομένου. Όπως είναι τώρα καταστρωμένος ο γάμος στην έννομη τάξη μας, συνιστά τη μοναδική σύμβαση που δεν επιτρέπεται να συνάψουν πρόσωπα του ιδίου φύλου – για όλες τις άλλες δεν τίθεται σχετικός περιορισμός. Η έμφυλη δε διάκριση είναι έκδηλη.

Πέρα όμως από τα παραπάνω, λίγο-πολύ γνωστά, επιχειρήματα (όπως και άλλα συναφή), κατά τη γνώμη μου υπάρχει ένα ακόμη πιο βαρύνον επιχείρημα, που συνηγορεί υπέρ της θεσμοθέτησης του γάμου μεταξύ ομοφύλων και το οποίο ανάγεται στον οξφορδιανό φιλόσοφο του δικαίου Ρόναλντ Ντουόρκιν. Εν προκειμένω, τίθεται ένα γενικό, αφετηριακό ερώτημα αναφορικά με το ποιος αποφασίζει για το ηθικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνουμε τις ζωές μας: η εκάστοτε κοινωνική πλειοψηφία ή τα ίδια τα άτομα κατ’ ενάσκηση της προσωπικής τους αυτονομίας; Κατά τον Ντουόρκιν, θα πρέπει να επιλέξουμε εκείνο το σύστημα που ταιριάζει καλύτερα στην κοινή μας αντίληψη περί της αξίας του ανθρώπου. Προφανώς, η τελευταία δεν μπορεί να εμποδίσει την επίδραση που έχει πρακτικώς η κυρίαρχη κοινωνική κουλτούρα επί του βίου μας. Απαγορεύει όμως οπωσδήποτε την καθυπόταξη (subordination), ήτοι το να αποδεχθούμε ότι άλλοι άνθρωποι δικαιούνται να μας υπαγορεύουν βασικές βιοτικές μας επιλογές ή να μας απαγορεύουν να ενεργούμε όπως επιθυμούμε, επειδή εκείνοι θεωρούν εσφαλμένες κάποιες προσωπικές μας αξίες ή επιλογές. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το πολιτιστικό (ή εκ της παραδόσεως) επιχείρημα κατά του γάμου μεταξύ ομοφύλων, ότι δηλαδή δεν μπορούμε να αποστούμε από την παραδοσιακή σύλληψη του γάμου ως «ενώσεως ανδρός και γυναικός» (κατά τον σχετικό ορισμό του ρωμαίου νομοδιδασκάλου Μοδεστίνου), αντιβαίνει προς την ίδια την έννοια της αξίας του ανθρώπου. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ντουόρκιν, η κουλτούρα που διαμορφώνει τις ζωές μας δεν αποτελεί κάποια εξουσία που βρίσκεται στα χέρια μερικών μελών της κοινωνίας –συνήθως όσων κατέχουν την πολιτική εξουσία– και την οποία, μάλιστα, δικαιούνται εκείνα να ασκούν κατά το δοκούν.

Όπως δέχθηκε εξάλλου και ο δικαστής Κένεντι –στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (26.6.2015) που έκρινε ότι το αμερικανικό Σύνταγμα δίνει και στα ομόφυλα ζευγάρια το δικαίωμα γάμου–, τα ομόφυλα ζευγάρια σέβονται και εκείνα βαθιά τον θεσμό του γάμου, «αποζητούν την προσωπική τους ολοκλήρωση μέσα από αυτόν» και προσδοκούν να μην είναι «αποκλεισμένα από έναν εκ των παλαιοτέρων θεσμών του πολιτισμού μας»· εν τέλει δε, «επιζητούν ίση αξιοπρέπεια ενώπιον του νόμου».

Σε εμάς, ο Γεώργιος Κουμάντος, από τους πρωτεργάτες της προοδευτικής μεταρρύθμισης που επήλθε στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο το 1983, προδιέγραφε ήδη, πριν από αρκετά χρόνια, την επόμενη αναγκαία εξέλιξη στο οικογενειακό δίκαιο: την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Και απηχώντας –ανεπαισθήτως ίσως– τον στοχασμό του Ντουόρκιν, τόνιζε εναργώς ότι «η έγνοια για τις όποιες μειονότητες αποτελεί χρήσιμο γνώρισμα της ηθικής μας συγκρότησης» (περ. Digesta 2005). Απώτερος σκοπός και της νέας αυτής εξέλιξης του οικογενειακού δικαίου δεν μπορεί παρά να είναι –πάλι με όρους Γ.Κουμάντου– η εξασφάλιση της «ευτυχίας για όλους τους ανθρώπους, και τους περισσότερους και τους λιγότερους».

Με βάση αυτό το βασικό δικαιοηθικό παράγγελμα, έφτασε, νομίζω, η ώρα στη χώρα μας για την εισαγωγή του πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφύλων. Το βήμα αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί, για λόγους ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τον γάμο μεταξύ ετερόφυλων, και με το δικαίωμα του ομόφυλου ζεύγους σε τεκνοθεσία. Πρώτιστος εδώ γνώμονας θα είναι, ασφαλώς, το συμφέρον του παιδιού. Όπως δείχνουν πάντως σχετικές έρευνες διεθνώς, δεν βλάπτονται καθόλου τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς. Αντιθέτως, έχουν την ευκαιρία να βρουν και αυτά μία οικογένεια και να ζήσουν πιο ευτυχισμένα. Η διασφάλιση της ευτυχίας των περισσότερων και των λιγότερων αποτελεί πράγματι γνώρισμα της ηθικής μας συγκρότησης, αλλά και μιας γνήσιας φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας.

[Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 18.7.2021]