Πανδημία και ανωτέρα βία

Η πανδημία του κορωνοϊού, που ενέσκηψε παγκοσμίως, προφανώς δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο ούτε τον χώρο των εννόμων σχέσεων ιδιωτικού δικαίου. Τα δραστικά κυβερνητικά μέτρα για την αναχαίτιση του ιού έχουν ήδη παραλύσει ένα μεγάλο τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας. Βεβαίως, τα μέτρα αυτά ήταν αναγκαία, καθώς προέχει η προστασία της ανθρώπινης ζωής.

Μία νομική έννοια που θα μας απασχολήσει όμως έντονα στο άμεσο και απώτερο μέλλον είναι εκείνη της ανωτέρας βίας (force majeure). Παραδοσιακά, η έννοια αυτή καλύπτει αναπότρεπτα και απρόβλεπτα περιστατικά, που κατ’ αρχήν δεν εμπίπτουν στη σφαίρα επιρροής ή κινδύνων των συναλλασσομένων. Κατά βάσιν, καταλαμβάνει πολέμους, επαναστάσεις, πραξικοπήματα, κυβερνητικές απαγορεύσεις, φυσικές καταστροφές, συνακόλουθα δε και πανδημίες. Η ανωτέρα βία μπορεί, μεταξύ άλλων, να επιφέρει αναστολή εκτέλεσης μιας συμβάσεως, προσωρινή απαλλαγή ενός οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του, αναπροσαρμογή τιμήματος ή μισθώματος, αναστολή προθεσμιών για την άσκηση αξιώσεων, κ.ά.· περαιτέρω, μπορεί να δικαιολογήσει ακόμη και την οριστική απαλλαγή ενός οφειλέτη ή την καταγγελία μιας συμβάσεως, ιδίως όταν η κατάσταση ανωτέρας βίας παρατείνεται πέρα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

Συναφώς, είναι ευρέως διαδεδομένη στην πράξη η συνομολόγηση ρητρών ανωτέρας βίας σε συμβατικά κείμενα. Οι εν λόγω ρήτρες προβλέπουν επιμέρους περιστατικά ανωτέρας βίας, καθώς και τις έννομες συνέπειες της επέλευσής τους, οι οποίες κινούνται στις παραπάνω γραμμές. Ως προς το ειδικότερο ζήτημα της πανδημίας, στις ρήτρες αυτές συνήθως γίνεται μνεία του όρου «επιδημία», στην οποία, με επιχείρημα από το έλασσον στο μείζον, εμπίπτει κατ’ αρχήν και η σοβαρότερη περίπτωση της πανδημίας. Μία τέτοια μνεία μπορεί να απαντά λ.χ. σε ρήτρα ανωτέρας βίας που περιέχεται σε σύμβαση μεταξύ ξενοδόχου και αλλοδαπού τουριστικού πράκτορα, ο οποίος είχε μισθώσει ορισμένο αριθμό κλινών για την επερχόμενη τουριστική περίοδο. Με την κυβερνητική απόφαση περί αναστολής της λειτουργίας ξενοδοχειακών μονάδων μπορεί να τεθεί ζήτημα ενεργοποίησης της ρήτρας ανωτέρας βίας: εδώ ο πράκτορας, επικαλούμενος τη ρήτρα, θα επιδιώξει να αποδεσμευτεί από τη σύμβαση (καταγγέλλοντάς την), αλλά και να αναλάβει την τυχόν προκαταβολή που είχε δώσει στον ξενοδόχο· από την άλλη πλευρά, ο ξενοδόχος δύσκολα μεν θα μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη ανωτέρας βίας, ωστόσο θα μπορεί να αμφισβητήσει τη δυνατότητα άμεσης αποδέσμευσης του πράκτορα, καθώς και την «υποχρέωση» επιστροφής της προκαταβολής. Όλα αυτά, βεβαίως, θα εξαρτηθούν από το ειδικότερο περιεχόμενο της εκάστοτε ρήτρας και την προσήκουσα ερμηνεία του, αλλά και από την (εκτιμώμενη ακόμη) διάρκεια της πανδημίας ως λόγου αναστολής ή λήξης των εκατέρωθεν συμβατικών υποχρεώσεων.

Το παραπάνω είναι ένα μόνο παράδειγμα. Στο εγγύς μέλλον θα εμφανιστεί πληθώρα αντίστοιχων περιπτώσεων. Στην πραγματικότητα, διεθνώς πλέον βιώνουμε συνθήκες κλονισμού του αποκαλούμενου στη γερμανική θεωρία «μεγάλου δικαιοπρακτικού θεμελίου»: ο κλονισμός αυτός επέρχεται όταν λαμβάνουν χώρα τόσο συνταρακτικά γεγονότα που επηρεάζουν τις νομικές και πραγματικές σχέσεις στο σύνολο της επικράτειας μιας χώρας, αλλά και πέραν αυτής. Κατά τα φαινόμενα δε, οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας θα είναι σοβαρότερες εκείνων της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.

Και όπως διαπιστώνουμε ήδη, σε τέτοιες συνθήκες παρίσταται επιβεβλημένη και η έκτακτη κυβερνητική επέμβαση στις συμβατικές σχέσεις. Δεν αρκούν, δηλαδή, οι διατάξεις της κοινής νομοθεσίας. Εξάλλου, σε μία κατάσταση γενικευμένης αποσταθεροποίησης της οικονομίας το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί μία συνολικά δίκαιη κατανομή των ενισχύσεων και των βαρών μεταξύ των πολιτών, με έμφαση στην προστασία των ευπαθέστερων ομάδων (ανέργων, ηλικιωμένων, κοκ). Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το ιδιωτικό δίκαιο και η συμβατική πρακτική συναντούν τα όριά τους (όπως έχει συμβεί λ.χ. μετά τον Β’ ΠΠ). Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης δύναται κατ’ αρχήν να επεμβαίνει άμεσα και δραστικά (λ.χ. αναστέλλοντας για κάποιους μήνες δανειακές υποχρεώσεις κοκ).

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμη και σε μία τέτοια κρίση δεν πλήττονται όλοι οι συμβαλλόμενοι και όλες οι συμβάσεις εξίσου, γι’ αυτό και απαιτούνται προσεκτικές νομικές προσεγγίσεις.   

Όταν το 2006 εξέδιδα το βιβλίο μου «Απρόβλεπτη Μεταβολή των Συνθηκών στην Αμφοτεροβαρή Σύμβαση», δύσκολα μπορούσα να φανταστώ ότι τα ζητήματα που εκεί πραγματευόμουν (επιπτώσεις πολέμων, συρράξεων, σοβαρών οικονομικών κρίσεων κ.ά.) θα καθίσταντο τραγικά επίκαιρα δύο φορές μέσα στα επόμενα 15 χρόνια: μία φορά με την οικονομική κρίση που έπληξε ιδίως την Ελλάδα από το 2010 και μετά, και η άλλη δυστυχώς τώρα. Ανήκω στην τυχερή γενιά που δεν έζησε ούτε πολέμους ούτε δικτατορία. Αλλά, όπως μας διδάσκουν η Οδύσσεια και η αρχαία τραγωδία, στη ζωή πρέπει πάντοτε να αναμένουμε το απρόσμενο, ενίοτε δε και το τραγικό. Η ελπίδα όμως δεν μπορεί να χάνεται, καθώς πέραν της ανωτέρας βίας υφίσταται και η ευμενής βία (Ικέτιδες Αισχύλου, 1067), εκείνη η θαυματουργός συλλογική δύναμη που συχνά μας σκέπει, οδηγώντας μας σε ασφαλές λιμάνι μετά την κάθε τρικυμία.

                                                         *Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 29.3.2020.