Προς ένα Polexit;

Προς ένα Polexit;

Αντώνης Καραμπατζός* / Δημήτρης Κυριαζής**

Σκεφτείτε ένα συνταγματικό δικαστήριο του οποίου η σύνθεση έχει διευρυνθεί με κυβερνητική απόφαση, ενώ η Πρόεδρος του έχει εκλεγεί κατά παράβαση του ιδίου του Συντάγματος της χώρας, και πάλι κατόπιν κυβερνητικής παρεμβάσεως. Ένα τέτοιο δικαστήριο, λοιπόν, όπως είναι το συνταγματικό δικαστήριο της Πολωνίας, έρχεται πλέον και αποφαίνεται, με την απόφαση της περασμένης Πέμπτης (7.10.2021), ότι τμήματα του δικαίου της ΕΕ δεν είναι σύμφωνα με το πολωνικό Σύνταγμα και ότι τα δικαστικά όργανα της ΕΕ, με τη νομολογία τους, δεν μπορούν να υπερβαίνουν ή να συγκρούονται με το Σύνταγμα της χώρας. Ειδικότερα:

Το πολωνικό ανώτατο δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί κατόπιν ερωτήματος που υπεβλήθη από τον ίδιο τον πολωνό πρωθυπουργό Μοραβιέτσκι – του οποίου, ως γνωστόν, η κυβέρνηση δεν φημίζεται για τις εν γένει επιδόσεις της στους τομείς του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ερώτημα του Μοραβιέτσκι αφορούσε το κατά πόσον το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔικΕΕ) υπερέβη τις αρμοδιότητες, που έχει κατά τις Συνθήκες της ΕΕ, με τις πρόσφατες αποφάσεις του για το πολωνικό δικαστικό σύστημα. Το ΔικΕΕ, μεταξύ άλλων, έκρινε πρόσφατα ότι ο τρόπος με τον οποίον ορίζονται οι δικαστές στο ανώτατο δικαστήριο της Πολωνίας μπορεί να παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ, ενώ μόλις την προηγούμενη Τετάρτη ότι οι μετακινήσεις δικαστών σε νέες θέσεις παρά τη θέλησή τους «μπορούν δυνητικά να υπονομεύσουν τις αρχές του αμετάθετου των δικαστών και της δικαστικής ανεξαρτησίας». Η απόφαση του πολωνικού συνταγματικού δικαστηρίου της περασμένης Πέμπτης ήρθε σαν απάντηση προς το ΔικΕΕ και την ίδια την ΕΕ. Πρακτικώς η τοποθέτησή του φαίνεται να σημαίνει ότι το δίκαιο της ΕΕ και οι αποφάσεις του ΔικΕΕ θα είναι δεσμευτικές μόνον εντός των ορίων που χαράσσει το πολωνικό Σύνταγμα, όπως αυτό ερμηνεύεται από το ανώτατο δικαστήριο, σύμφωνα με τις επιταγές της πολωνικής κυβέρνησης (βλ. https://verfassungsblog.de/the-exit-door/). Η τελευταία δε ισχυρίζεται ότι οι πρόσφατες αλλαγές στο δικαστικό σύστημα της χώρας ήταν αναγκαίες προκειμένου να απομακρυνθούν τα κατάλοιπα κομμουνιστικής επιρροής στα πολωνικά δικαστήρια.

Το ιδιαίτερα κρίσιμο εδώ στοιχείο είναι ότι, με την πρόσφατη αυτήν απόφασή του, το πολωνικό ανώτατο δικαστήριο διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με προηγούμενες αμφιλεγόμενες αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων, που είχαν αμφισβητήσει την αρχή της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ και της νομολογίας του ΔικΕΕ (βλ. ενδεικτ. Καραμπατζό/Κυριαζή, Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο τελικός κριτής των πάντων;, https://www.kathimerini.gr/1077084/article/epikairothta/kosmos/amesh-analysh-to-germaniko-syntagmatiko-dikasthrio-telikos-kriths-twn-pantwn). Οι λόγοι είναι πολλοί και ποικίλοι. Πρώτον, όπως ήδη πολωνοί καθηγητές με έκδηλη θλίψη επισημαίνουν, η απόφαση αυτή αμφισβητεί την εξουσία του ΔικΕΕ ευθέως και συνολικώς, και όχι επί ενός συγκεκριμένου ζητήματος (λ.χ. νομισματική πολιτική), όπως έχει συμβεί κατά το παρελθόν (έτσι και D.Sarmiento, https://twitter.com/DanielSarmiento/status/1446380945158909970). Θέτει, με άλλες λέξεις, σε αμφισβήτηση έναν βασικό πυλώνα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεύτερον, το πολωνικό δικαστήριο εναντιώνεται σε ορισμένες θεμελιώδεις διατάξεις της Συνθήκης της ΕΕ, όπως είναι λ.χ. το άρθρο 1 περί της διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης και το άρθρο 4 παρ. 3 σχετικά με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ Ένωσης και Κρατών-Μελών. Τρίτον, σε αντίθεση με τη γερμανική απόφαση Weiss του Μαΐου 2020, εν προκειμένω δεν υφίστατο αμιγώς δικαστική σύγκρουση (μεταξύ εθνικού δικαστηρίου και ΔικΕΕ), αλλά μία κυβερνητικά υποκινούμενη αντίδραση, η οποία απλώς ενεδύθη τον δικαστικό μανδύα.  

Μετά ταύτα, το ερώτημα που προκύπτει είναι αναπόφευκτο: Είναι η Πολωνία το νέο «νησί» που φεύγει από την ΕΕ, έχοντας ήδη ξεκινήσει να αποκόπτει τους δεσμούς της με αυτήν; Μπορεί, άραγε, να συμβεί κάτι τέτοιο, μολονότι (σύμφωνα με δημοσκοπήσεις δημοσιευμένες στους Financial Times) πάνω από το 80% των Πολωνών επιθυμούν να παραμείνει η χώρα τους στην ΕΕ; Ήδη Πολωνοί πολίτες ανησυχούν έντονα για την πορεία της πατρίδας τους και βγαίνουν στους δρόμους να διαδηλώσουν. Ας δούμε όμως εγγύτερα ποιες είναι οι πιθανές μελλοντικές εξελίξεις:

Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου πρόκειται πλέον να δημοσιευτεί στην πολωνική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πολωνική κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη δημοσίευσή της και να επιχειρήσει να διαπραγματευτεί με την ΕΕ, καθώς η αντίδραση της τελευταίας μετά την έκδοση της απόφασης υπήρξε ιδιαίτερα έντονη, και μάλιστα προήλθε από την ίδια την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η Πολωνία, πάντως, δοκιμάζει τα τελευταία χρόνια την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών συμμόρφωσης της ΕΕ και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την Επιτροπή.

Αν η κυβέρνηση της Πολωνίας επιλέξει να προχωρήσει στην πλήρη ρήξη και δημοσιεύσει την εν λόγω απόφαση, τότε η ΕΕ διαθέτει συγκεκριμένες επιλογές στο νομικό της οπλοστάσιο. Πρώτον, δύναται να ενεργοποιήσει πλέον τους μηχανισμούς των άρθρων 258 και 260 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ. Η ενεργοποίηση των μηχανισμών αυτών θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να οδηγήσει τελικώς στην επιβολή σοβαρής χρηματικής ποινής εις βάρος της Πολωνίας. Δεύτερον, δύναται να εκκινήσει εκ νέου τη διαδικασία του άρθρου 7 της Συνθήκης για την ΕΕ κατά της Πολωνίας, αποσκοπώντας σε βαριές νομικές κυρώσεις, που θα μπορούσαν λ.χ. να συμπεριλαμβάνουν την αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου της χώρας στο Συμβούλιο. Σημειωτέον ότι αυτή η διαδικασία, η οποία ήδη εκκρεμεί κατά της Πολωνίας για παλαιότερες παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ, δεν έχει πολλές πιθανότητες να τελεσφορήσει, καθώς απαιτείται ομοφωνία από τα λοιπά Κράτη-Μέλη και θα πρέπει να αναμένεται ότι οι σύμμαχοι της Πολωνίας (όπως η Ουγγαρία) θα εμποδίσουν τη διαδικασία. Τρίτον, πιθανή θα πρέπει να θεωρηθεί και η ενεργοποίηση μιας πρόσφατης ρήτρας για τη χορήγηση πόρων από τα περιφερειακά/κοινωνικά ταμεία και το Ταμείο Συνοχής, η οποία, μεταξύ άλλων, ορίζει ότι τα Κράτη-Μέλη θα πρέπει να σέβονται τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Το Προοίμιο του Χάρτη υπογραμμίζει ότι το εγχείρημα της ΕΕ εδράζεται στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, ενώ το άρθρο 47 κατοχυρώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου. Υποστηρίζεται, περαιτέρω, και η άποψη ότι μπορεί να θεωρηθεί πως με τη στάση της η ίδια η Πολωνία ενεργοποιεί εμμέσως το άρθρο 50 της Συνθήκης για την ΕΕ, με την έννοια ότι η στάση της μπορεί να ερμηνευτεί ως στάση Κράτους-Μέλους που επιθυμεί πλέον να αποχωρήσει από την ΕΕ (βλ. και πάλι D.Sarmiento, ό.π.). Η ερμηνεία αυτή, πάντως, προς το παρόν είναι μάλλον τραβηγμένη.

Εκείνο, ωστόσο, που θα πρέπει προς το παρόν να θεωρείται μάλλον βέβαιο είναι ότι η άμεση έμπρακτη απάντηση των Βρυξελλώνθα σχετίζεται με την έγκριση ή μη του εθνικού σχεδίου που έχει καταθέσει η Πολωνία για την άντληση κεφαλαίων (ύψους 36 δισ Ευρώ) από το Ταμείο Ανάκαμψης – σημειωτέον ότι η έγκριση του εν λόγω σχεδίου έχει παγώσει από τις αρχές Μαΐου 2021.

Το βαθύτερο και σοβαρότερο ερώτημα, βεβαίως, που συζητείται πλέον ανοιχτά είναι αν ένα Κράτος-Μέλος μπορεί να εξακολουθεί να είναι μέρος του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όταν δεν διαθέτει πλέον ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα, που αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο ενός κράτους δικαίου. Και επαναλαμβάνουμε εδώ ότι στην περίπτωση της Πολωνίας (όπως και της Ουγγαρίας) έχουμε να κάνουμε όχι με μία εστιασμένη αμφισβήτηση συγκεκριμένων πτυχών του δικαίου της ΕΕ και της νομολογίας του ΔικΕΕ –στοιχείο έως έναν βαθμό κατ’ αρχήν θεμιτό, ακόμη και αν υπονομεύει την αρχή της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ–, αλλά με μία συνολική-εκ βάθρων, ήτοι αξιακή, αμφισβήτηση του ενωσιακού παραδείγματος. Ένα Συνταγματικό Δικαστήριο με παράνομους διορισμούς δικαστών φαίνεται ότι έχει πλέον μετατραπεί σε εκτελεστικό βραχίονα της κυβέρνησης. Και όταν η πολιτική εξουσία μετατρέπει τη δικαστική εξουσία, και δη την ανώτατη, σε θεραπαινίδα της, επιβάλλοντάς της να ευλογεί οτιδήποτε εκείνη αποφασίσει –αντί να αφήσει αδέσμευτη τη δικαστική εξουσία να την ελέγχει και να την περιορίζει–, τα όρια του ανεκτού έχουν πλέον ξεπεραστεί.

*Ο κ. Αντώνης Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ

**Ο κ. Δημήτρης Κυριαζής είναι Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Παν/μίου Οξφόρδης

[Δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική Καθημερινή, στις 11.10.2021, https://www.kathimerini.gr/world/561533497/pros-ena-polexit/]