Προς μία ατελή συνταγματική αναθεώρηση

«Ο τρόπος εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, ο χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους και η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι τα κύρια ζητήματα που έχουν απασχολήσει τη Βουλή κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος». Τα λόγια αυτά θα μπορούσαν να περιγράφουν τις εξελίξεις των προσεχών μηνών, προέρχονται ωστόσο από το «Βήμα της Κυριακής» της 17.5.1998 και αφορούν στα πρώτα στάδια της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος που ολοκληρώθηκε το 2001. Η αναθεώρηση εκείνη δεν έλαβε τελικά την έκταση της αρχικής σκοποθεσίας· τα προαναφερθέντα δε «κύρια ζητήματα» έμειναν ως επί το πλείστον ανέπαφα, λόγω μη σχηματισμού των αναγκαίων πλειοψηφιών. Σαφώς περιορισμένο εύρος είχε η αναθεώρηση του 2008.

Οι βασικές πολιτειακές παθογένειες της χώρας συζητούνται εδώ και δεκαετίες. Παρά, δε, τις υψηλές προσδοκίες που κάθε φορά καλλιεργούν αρχικά οι συνταγματικές αναθεωρήσεις, το τελικό αποτέλεσμα υπολείπεται σημαντικά των προσδοκιών αυτών, προεχόντως ελλείψει πολιτικής συναίνεσης.

Η πρόσφατη αναθεωρητική πρωτοβουλία του μείζονος κυβερνητικού εταίρου εκκινεί κι αυτή από μεγαλεπήβολες διακηρύξεις (λ.χ. σκοπός της είναι η «πλήρης επαναθεμελίωση του πολιτεύματος»), που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων στο Σύνταγμα: κάποιες είναι πολυσυζητημένες, κάποιες άλλες όχι, όπως λ.χ. η συνταγματική κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος ή η εκτεταμένη καθιέρωση δημοψηφισματικών διαδικασιών. Από την πλευρά της, η αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει μία σειρά άλλων παρεμβάσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων περιέχονται ήδη στις προτάσεις αναθεώρησης που παρουσιάσθηκαν το 2014 και το 2016, αποβλέπουν δε κυρίως στη χρήση του Συντάγματος ως «αναπτυξιακού εργαλείου» (που θα διασφαλίζει λ.χ. ένα σταθερό φορολογικό και επενδυτικό περιβάλλον κοκ).

Πάντως, σε γενικές γραμμές, στη δημόσια συζήτηση έχουν επανέλθει τα βασικά ζητήματα που μας απασχολούν τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία: μη διάλυση της Βουλής ένεκα αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ), αρμοδιότητες αυτού, θωράκιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους, δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, κ.ά.

Αναγκαστικά, λόγω χώρου, θα περιοριστώ εδώ στις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για αλλεπάλληλες ψηφοφορίες (μέχρι επτά συνολικά!) για την εκλογή ΠτΔ δεν είναι καινούρια. Το 1998, ο βουλευτής τότε του ΠΑΣΟΚ Ν. Σηφουνάκης εισηγήθηκε την κατ’ αρχήν καθιέρωση του ιταλικού μοντέλου, με απεριόριστο αριθμό ψηφοφοριών. Η εισήγηση αυτή αρχικά υιοθετήθηκε τότε από την πλειοψηφία, όχι όμως από τη ΝΔ, που διά του εισηγητή της Ι. Βαρβιτσιώτη μίλησε για «ευτελισμό» του θεσμού του ΠτΔ (βλ. «Βήμα», όπ.π.).

Η εν λόγω πρόταση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την πολιτική σταθερότητα και μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε παρατεταμένη θεσμική κρίση (άνω του εξαμήνου). Ο κίνδυνος δε αυτός δεν μειώνεται από το γεγονός ότι, στην τωρινή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την αποτυχία των ψηφοφοριών στη Βουλή προβλέπεται άμεση εκλογή του ΠτΔ από τον λαό.

Χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους

Όπως επεσήμαινε ο Αριστόβουλος Μάνεσης το 1998 (βλ. και πάλι «Βήμα», όπ.π.), κατά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 ο τότε υπουργός Παιδείας & Θρησκευμάτων, Καθηγητής Π. Ζέπος, αναγνώριζε με παρρησία ότι «είναι θεωρητικώς ορθότερος ο χωρισμός Εκκλησίας και πολιτείας, αλλά υπό τας παρούσας συνθήκας και λόγω της παραδόσεως που υπάρχει είναι δύσκολο να εκφύγουμε αυτή τη στιγμή από το κρατούν σύστημα». Όπως δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις της κοινής γνώμης, τα πράγματα ίσως είναι ακόμη πιο δύσκολα σήμερα. Ακόμη και η εκσυγχρονιστική πλειοψηφία της προ εικοσαετίας αναθεώρησης δεν προχώρησε στις αναγκαίες συνταγματικές τομές, μολονότι βουλευτές της είχαν ταχθεί υπέρ συγκεκριμένων μέτρων ομαλού διαχωρισμού των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους (αναθεώρηση άρ. 3 Συντ., κατάργηση θρησκευτικού όρκου, κ.λπ.) – μέτρων που επανέρχονται σήμερα με την πρόταση του μείζονος κυβερνητικού εταίρου.

Ποινική ευθύνη υπουργών και βουλευτική ασυλία

Εδώ φαίνεται ότι έχει διαμορφωθεί πλέον consensus μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, που μπορεί να επιτρέψει τουλάχιστον την κατάργηση της βραχείας αποσβεστικής προθεσμίας του άρ. 86 Συντ. για τα αδικήματα των υπουργών και τον περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας του άρ. 62 Συντ. μόνον σε αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.

Δημοψηφίσματα και ενίσχυση «αμεσοδημοκρατικών» διαδικασιών

Οι ίδιοι οι συντάκτες της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ αισθάνονται την ανάγκη να διευκρινίσουν ότι οι προτεινόμενες εδώ ρυθμίσεις συνάδουν πράγματι με τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, ο οποίος και δεν πρέπει να θιγεί – η ανάγκη αυτή υποδηλοί ίσως κάποια σχετική αβεβαιότητα. Στη σελ. 4 της αιτιολογικής έκθεσης, εν τούτοις, οι συντάκτες εξυμνούν το «κίνημα των πλατειών» (χωρίς, μάλιστα, να διακρίνουν μεταξύ «πάνω» και «κάτω» πλατείας), τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι «επειδή [είναι] με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία» θα υπερασπίζονται τις αποφάσεις της πλειοψηφίας ακόμη κι όταν δεν συμφωνούν μ’ αυτές…

Πάντως, οι επιμέρους αυστηροί όροι που τίθενται για τις δημοψηφισματικές διαδικασίες μάλλον δεν συμβαδίζουν με την παραπάνω ρητορική και προσεγγίζουν περισσότερο τη σχετική πρόταση που κατέθεσε η ΝΔ το 2014. Μολονότι δε, εν γένει, η προσφυγή σε συμβουλευτικού κυρίως χαρακτήρα δημοψηφίσματα για μείζονα ζητήματα δεν είναι εξ ορισμού αντίθετη με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, το ουσιαστικό εδώ πρόβλημα της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι ότι ιδίως μετά την ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015 εμφανίζει μειωμένη αξιοπιστία (και) στο πεδίο αυτό.

Η κρίσιμη πολιτική συνθήκη για μία ουσιαστική αναθεώρηση

Το γενικότερο, κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει τώρα είναι αν συντρέχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για μία ουσιαστική, ευρεία συνταγματική αναθεώρηση επί των ζητημάτων που προαναφέρθηκαν – και όχι μόνον. Όπως είναι εύδηλο, θεμελιώδης όρος για κάτι τέτοιο είναι η διασφάλιση ευρειών συναινέσεων και η επικράτηση πνεύματος συνεννόησης.

Δυστυχώς σήμερα δεν φαίνεται να συντρέχει ο βασικός αυτός όρος. Η γενικευμένη πόλωση που επικρατεί έχει δημιουργήσει αμοιβαία, βαθιά καχυποψία μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Την κύρια ευθύνη φέρει η κυβερνητική πλειοψηφία, που έχει και εξ αντικειμένου την πρωτοβουλία των κινήσεων: ο διχαστικός πολιτικός λόγος της, η συστηματική υπονόμευση των θεσμών (λ.χ. με τις εξαγγελίες υπουργών για διώξεις πολιτικών αντιπάλων) και η ανάληψη πρωτοβουλιών σε σοβαρά εθνικά θέματα χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις (ακόμη και όταν επί της ουσίας έχει δίκιο, όπως λ.χ. στη Συμφωνία των Πρεσπών) μειώνουν την αξιοπιστία της ως πολιτικού συνομιλητή. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα περιθώρια συνεννόησης και καλόπιστης πολιτικής διαπραγμάτευσης είναι ελάχιστα.

Συνεπώς, μάλλον δεν δικαιολογείται ιδιαίτερη αισιοδοξία για την κατάληξη της τρέχουσας διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης. Εν τέλει δε, από μία ακόμη χωλή αναθεώρηση –που θα περιοριστεί λ.χ. στα άρ. 86 και 62 Συντ.– είναι προτιμώτερη η μη αναθεώρηση.               

     *Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 11.11.2018, σ. 21-23/1-2 ( «νέες εποχές»).