Στέψεων απρόοπτα και νομικές επιπτώσεις – με αφορμή τη στέψη του Καρόλου Γ’

Η στέψη του Καρόλου Γ’ συγκέντρωσε το έντονο ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Αυτό ήταν μάλλον αναμενόμενο, καθώς η τελευταία στέψη στο Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε χώρα πριν από 70 έτη, οπότε και ενθρονίσθηκε η προσφάτως αποθανούσα βασίλισσα Ελισάβετ Β’. Κατά την ενθρόνιση του Καρόλου Γ’, όλα εξελίχθηκαν ομαλά, χωρίς απρόοπτα. Οι στέψεις, όμως, δεν κυλάνε πάντοτε ανέφελα· ας κάνουμε εδώ ένα εκπαιδευτικό νομικό ταξίδι στον χρόνο:

Την 26η Ιουνίου 1902 επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η ενθρόνιση του βασιλιά Εδουάρδου Ζ’, ο οποίος διαδεχόταν και αυτός μία εξίσου μακροημερεύσασα βασίλισσα, τη Βικτώρια (παρέμεινε στον θρόνο μεταξύ 1837-1901). Για την ημέρα εκείνη είχε προγραμματισθεί πομπή από το ανάκτορο του Buckingham στο Αββαείο του Westminster και μετά επιστροφή πάλι στο ανάκτορο. Για την επόμενη ημέρα είχε σχεδιασθεί μία δεύτερη πομπή, η λεγόμενη «βασιλική πομπή», η οποία θα κορυφωνόταν με επίσκεψη του βασιλιά στο City του Λονδίνου. Την τρίτη κατά σειρά ημέρα, ο βασιλιάς θα επιθεωρούσε τον πολεμικό στόλο στο Spithead. Ωστόσο, ο Εδουάρδος, που ήταν ήδη 60 ετών (για την υγεία του, δε, κυκλοφορούσαν κάποιες ανησυχητικές φήμες), αρρώστησε την 24η Ιουνίου και στη συνέχεια αποφασίσθηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση αφαίρεσης σκωληκοειδίτιδας. Αποτέλεσμα αυτού του έκτακτου γεγονότος ήταν η αναβολή (και όχι ματαίωση) της στέψης, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά μετά την ανάρρωση του βασιλιά, την 9η Αυγούστου (1902), οπότε και διεξήχθη η πρώτη από τις προαναφερθείσες πομπές. Εν τούτοις, η δεύτερη πομπή, λόγω της αδύναμης κατάστασης στην οποία βρισκόταν ακόμη ο βασιλιάς, αναβλήθηκε για πολύ αργότερα, λαμβάνοντας χώρα εν τέλει την 25η Οκτωβρίου, με μειωμένο μάλιστα δρομολόγιο και σαφώς μικρότερα κέρδη για όσους είχαν εκμισθώσει θέσεις καθισμάτων, κιόσκια ή διαμερίσματα στους δρόμους από τους οποίους θα διερχόταν η πομπή. Και τα κέρδη τους ήταν σαφώς μικρότερα όχι μόνον λόγω του μειωμένου δρομολογίου, αλλά και λόγω της επιστροφής πλέον στις πατρίδες τους όλων εκείνων των ξένων αξιωματούχων, όπως επίσης και τουριστών, που επρόκειτο αρχικά να παρακολουθήσουν την πομπή και να πληρώσουν για την κατάληψη θέσεων με θέα σ’ αυτήν. Το νομικό ζήτημα που ανέκυψε από τα προπαρατεθέντα περιστατικά ήταν ποιος έπρεπε να φέρει τον κίνδυνο αναβολής των διαδικασιών της ενθρόνισης, στο πλαίσιο συμβάσεων μισθώσεως διαφόρων χώρων ή θέσεων με θέα στις ως άνω εκδηλώσεις. Έτσι, προέκυψαν στον χώρο του αγγλικού δικαίου οι περίφημες «coronation cases»[1].

Μία προσεκτική ματιά στις αγγλικές πηγές δείχνει, εν πρώτοις, ότι μάλλον λίγες ήταν τελικά οι υποθέσεις που ήχθησαν στα δικαστήρια ή που γέννησαν σοβαρά νομικά ζητήματα. Αυτό οφείλεται προεχόντως στην προθυμία αρκετών εκμισθωτών διαμερισμάτων –ή «πωλητών» θέσεων σε πάγκους– να επιστρέψουν στους πελάτες τους τυχόν ήδη καταβληθέντα χρηματικά ποσά (αφαιρώντας, όμως, ενίοτε ένα ποσόν για την κάλυψη κάποιων εξόδων τους, λ.χ. διαφήμισης) ή, περαιτέρω, να επιτρέψουν στους πελάτες τους να χρησιμοποιήσουν τα «εισιτήριά» τους κατά τις ημέρες που θα πραγματοποιούνταν εν τέλει οι αναβληθείσες πομπές – εφόσον βεβαίως οι πελάτες το επιθυμούσαν ακόμη. Σε αρκετές δε περιπτώσεις, υφίσταντο συμβατικές ρήτρες που προέβλεπαν αυτές τις δυνατότητες. Έπειτα, κάποιοι από όσους διέθεταν κιόσκια είχαν φροντίσει, ενόψει ιδίως του προχωρημένου της ηλικίας του νέου βασιλιά, να ασφαλισθούν έναντι του κινδύνου ματαίωσης ή αναβολής των εκδηλώσεων. Το πραγματικό πρόβλημα, επομένως, αφορούσε στις περιπτώσεις εκείνες όπου ιδιοκτήτες ή μισθωτές διαμερισμάτων με θέα στην πομπή είχαν εκμισθώσει ή υπεκμισθώσει τα διαμερίσματά τους, δίχως να έχουν λάβει πρόνοια στη σύμβαση για το ενδεχόμενο ματαίωσης ή αναβολής των εκδηλώσεων ή, περαιτέρω, δίχως να έχουν ασφαλισθεί έναντι του κινδύνου αυτού.

Το πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε κυρίως στη δικαστική υπόθεση-ορόσημο Krell v. Henry (1903, 2 K.B. 750). Ο εναγόμενος Henry είχε μισθώσει από τον ενάγοντα Krell ένα διαμέρισμα στην κεντρική οδό Pall Mall μόνον για δύο ημέρες, συγκεκριμένα για τις 26-27 Ιουνίου· πρόδηλος σκοπός του ήταν να παρακολουθήσει από εκεί τις δύο πομπές για την ενθρόνιση του Εδουάρδου Ζ’, μολονότι αυτό δεν αναφέρθηκε ρητώς στα γράμματα που αντάλλαξαν τα δύο μέρη πριν από τη σύναψη της μισθώσεως. Ως αντίτιμο (μίσθωμα) ορίσθηκε το ποσόν των 75 λιρών, το 1/3 του οποίου (προ)καταβλήθηκε την 20ή Ιουνίου, ενώ το υπόλοιπο συμφωνήθηκε να καταβληθεί την 24η Ιουνίου. Με την ανακοίνωση όμως της αναβολής των εκδηλώσεων, ο μισθωτής Henry θεώρησε ότι απαλλασσόταν από οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση έναντι του εκμισθωτή Krell, δεδομένου ότι το διαμέρισμα καθίστατο πλέον άχρηστο για εκείνον. Ο Krell, εν τούτοις, είχε διαφορετική γνώμη και γι’ αυτό ενήγαγε τον Henry, ζητώντας την πληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των 50 λιρών. Το εφετείο απεφάνθη τελικά υπέρ του Henry: η αναβολή των εκδηλώσεων ένεκα της ασθένειας του βασιλιά επέφερε τη λύση της συμβάσεως και, έτσι, την απαλλαγή των μερών από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Το εφετείο εφήρμοσε, εν προκειμένω, τον θεσμό της ματαίωσης (frustration) του σκοπού χρήσης μιας παροχής (εδώ: του διαμερίσματος),  κρίνοντας, ειδικότερα, ότι με την αναβολή των εκδηλώσεων εξέλιπε το –έστω και υπόρρητο– θεμέλιο της συμφωνίας των μερών, που δεν ήταν άλλο από την παρακολούθηση των σχετικών με την ενθρόνιση εκδηλώσεων, γι’ αυτό και η συμφωνία έπρεπε να θεωρηθεί λυθείσα. Όπως, εξάλλου, εύστοχα έχει παρατηρηθεί στην αγγλική θεωρία[2], θα ήταν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι ο Henry μίσθωσε το διαμέρισμα για να βλέπει απλώς επί δύο μέρες την κανονική κυκλοφορία στην οδό Pall Mall! Η απόφαση, πάντως, μπορεί μεν να απήλλαξε τον Henry από την καταβολή του ποσού των 50 λιρών, δεν είχε όμως ως συνέπεια και την επιστροφή σ’ αυτόν της προκαταβολής των 25 λιρών.  

Επόμενη υπόθεση που συχνά συζητείται στην αγγλική θεωρία είναι η Herne Bay Steamboat Co v. Hutton (1903, K.B. 683), που και αυτή αφορά στις εκδηλώσεις για την ενθρόνιση του Εδουάρδου Ζ’. Εδώ, ο εναγόμενος είχε μισθώσει πλοίο από την ενάγουσα εταιρεία, με τη ρητώς διατυπωθείσα πρόθεση να εξασφαλίσει σε φιλοθεάμον κοινό την παρακολούθηση της επιθεώρησης του ναυτικού στόλου από τον νέο βασιλιά, αλλά και να πραγματοποιήσει μία ημερήσια κρουαζιέρα γύρω από τον στόλο. Μολονότι η επιθεώρηση του στόλου ματαιώθηκε λόγω της ασθένειας του βασιλιά, το δικαστήριο δεν δέχθηκε εν προκειμένω ότι η σύμβαση λύθηκε, με βάση τη σκέψη ότι αυτή είχε ως περιεχόμενο απλώς τη μίσθωση ενός πλοίου, μπορούσε δε να εκτελεσθεί κανονικά ακόμη και μετά τη ματαίωση ενός από τους σκοπούς του μισθωτή – του σκοπού, δηλαδή, να μεταφέρει επιβάτες για την παρακολούθηση της βασιλικής επιθεώρησης (ο τελευταίος σκοπός θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως δευτερεύουσας μάλλον σημασίας). Η δυνατότητα πραγματοποίησης του έτερου των σκοπών, ήτοι της ημερήσιας κρουαζιέρας γύρω από τον στόλο, φαίνεται να είναι τελικά και ο λόγος που δικαιολογεί το διαφορετικό αποτέλεσμα της υπόθεσης αυτής σε σχέση με την Krell v. Henry.

Σε μία τέτοια περίπτωση, πάντως, τα ελληνικά δικαστήρια θα είχαν αποφανθεί ενδεχομένως διαφορετικά: κατ’ εφαρμογήν των κανόνων επιείκειας των άρθρων 388 και 288 ΑΚ, θα μπορούσαν να επιβάλουν τη μείωση του οφειλόμενου μισθώματος στο μέτρο που αυτό θα ανταποκρινόταν στον μοναδικό από τους ρητώς διατυπωθέντες συμβατικούς σκοπούς που μπορούσε πλέον να επιτευχθεί. Μία τέτοια λύση, εν τούτοις, δεν θα ήταν εφικτή στον αγγλοσαξονικό χώρο, διότι θα προσέκρουε σε ένα δομικό ελάττωμα του θεσμού της frustration, που άπτεται του πεδίου των εννόμων συνεπειών της: πρόκειται για την αρχή του «όλα ή τίποτε» (allornothing principle), την αρχή δηλαδή ότι είτε γίνεται δεκτή η frustration και επέρχεται λύση της συμβάσεως είτε δεν γίνεται δεκτή, οπότε και παραμένει πλήρως σε ισχύ η σύμβαση και εκτελείται κατά τους αρχικώς συμφωνηθέντες όρους. Σ’ αυτό το σχήμα, ενδιάμεση κατάσταση (: αναπροσαρμογή ή μερική λύση της συμβάσεως) δεν νοείται. Το άκαμπτο αυτό δόγμα, ως εικός, περιορίζει την ευχέρεια του δικαστηρίου και οδηγεί σε αυστηρές δικαϊκές λύσεις, από τις οποίες λείπει εμφανώς η λήψη υπόψη των επιταγών της επιείκειας.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει συμπερασματικά να λεχθεί εδώ ότι η Krell v. Henry μπορεί μεν να αποτέλεσε μία απόφαση-ορόσημο, αντιμετωπίσθηκε ωστόσο με έκδηλη επιφυλακτικότητα τόσο στην αγγλική θεωρία όσο και στη μεταγενέστερη αγγλική νομολογία. Το προπεριγραφέν πραγματικό της ματαίωσης του σκοπού χρήσης μιας παροχής, ως λόγος απαλλαγής από συμβατικές υποχρεώσεις, περιέπεσε κατά βάσιν σε αχρησία. Φαίνεται ότι την εξέλιξη αυτή επέβαλε η, παραδοσιακώς κρατούσα στο αγγλικό δίκαιο, αντίληψη περί της ιερότητας της συμβατικής δέσμευσης, με την έννοια ότι, ακόμη και αν επισυμβαίνουν απρόβλεπτα γεγονότα που κλονίζουν την οικονομική ισορροπία μιας συμβάσεως, ο λόγος των συμβαλλομένων θα πρέπει κατ’ αρχήν να τηρείται: a deal is a deal.


[1] Για όσα ακολουθούν βλ. αναλυτικά Καραμπατζό, Απρόβλεπτη Μεταβολή των Συνθηκών στην Αμφοτεροβαρή Σύμβαση, 2006, σ. 249 επ., όπου και περαιτέρω  παραπομπές στην αγγλική θεωρία και νομολογία.

[2] Βλ. Smith, The Law of Contract (2002), σ. 202.

[Δημοσιεύτηκε στο SyntagmaWatch: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/stepsewn-aproopta-kai-nomikes-epiptwseis/]