[Από κοινού με τον Δημήτρη Κυριαζή, Επ. Καθηγητή στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ]
Στις 14 Μαΐου 2025, το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ εξέδωσε μία δικαστική απόφαση-ορόσημο, ακυρώνοντας απόφαση της Επιτροπής με την οποία εκείνη είχε απορρίψει αίτημα της δημοσιογράφου των New York Times, Matina Stevi, να αποκτήσει πρόσβαση στα SMS που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Προέδρου φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, κατά το διάστημα από 01.01.21 έως 11.05.22 στο πλαίσιο της προμήθειας εμβολίων κατά του COVID-19. Tο αίτημα της δημοσιογράφου βασιζόταν στον Κανονισμό 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Η Επιτροπή απάντησε ότι δεν κατείχε τέτοια έγγραφα-μηνύματα και, συνεπώς, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το (δις) υποβληθέν αίτημα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή έπρεπε να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις που να επιτρέπουν στο κοινό και στο Δικαστήριο να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους τα ανταλλαγέντα μηνύματα δεν μπορούσαν να ανευρεθούν. Επίσης, κατά το Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς αν τα επίμαχα μηνύματα διαγράφηκαν και, σε καταφατική περίπτωση, αν η διαγραφή έγινε σκόπιμα ή αυτόματα ή αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε στο μεταξύ αντικατασταθεί. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξήγησε πειστικά γιατί έκρινε ότι τα μηνύματα δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες των οποίων η διατήρηση έπρεπε να είχε διασφαλιστεί. Εν συνόλω, οι ισχυρισμοί της Επιτροπής δεν κρίθηκαν μεν εσκεμμένα παραπλανητικοί, αλλά θεωρήθηκαν ανεπαρκείς ή προσχηματικοί. Σημειωτέον ότι η Επιτροπή δικαιούται πλέον να προσφύγει κατά της απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ.
Η εν λόγω απόφαση είναι τεράστιας σημασίας. Πρώτα και κύρια, υπογραμμίζει την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ να τηρούν τις αρχές της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης, διασφαλίζοντας την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα δημόσιου ενδιαφέροντος. Οι προαναφερθείσες αρχές κατοχυρώνονται και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και δεσμεύουν, ασφαλώς, και την Επιτροπή. Σαφές, εξάλλου, μήνυμα της απόφασης είναι ότι δεν επρόκειτο εδώ για κάποια συνομιλία προστατευόμενη από τη σφαίρα της ιδιωτικότητας, εξ επόψεως τόσο αντικειμένου όσο και υποκειμένου: η συνομιλία αφορούσε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος με συνεπαγόμενη σοβαρότατη οικονομική επιβάρυνση για τους Ευρωπαίους πολίτες, το ζήτημα δε αυτό το χειριζόταν απευθείας η Πρόεδρος της Επιτροπής, μία ανώτατη αξιωματούχος της ΕΕ.
Όπως είναι φανερό, η απόφαση αποτελεί μία ταπεινωτική δικαστική αλλά και πολιτική ήττα για την ίδια την φον ντερ Λάιεν, καθώς εκείνη όχι μόνον υπέγραψε τη μεγαλύτερη σύμβαση για εμβόλια στην Ευρώπη (1,8 δισ. δόσεις του εμβολίου Pfizer-BioNTech), αλλά προΐσταται του θεσμικού οργάνου που αποτελεί τον θεματοφύλακα των Συνθηκών και είναι αρμόδιο για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και την προστασία των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών. Η εις βάρος της απόφαση του Δικαστηρίου παρέχει πλέον στο ευρύ φάσμα των επικριτών της ένα ακόμη ισχυρό επιχείρημα.
Και ευλόγως. Η επιταγή για τήρηση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων δεσμεύει και τα ίδια τα όργανα της ΕΕ, όχι μόνο τα κράτη-μέλη. Υπάρχει, δηλαδή, στην ΕΕ και κράτος δικαίου προς τα έσω. Μάλιστα, το καλό παράδειγμα πρέπει να δίνει πρωτίστως η ίδια η Επιτροπή και η ηγεσία της· διαφορετικά, υπονομεύει η ίδια το μήνυμά της προς τα κράτη-μέλη. Και ας μη ξεχνάμε, όπως είναι ήδη γνωστό από την εποχή των αμερικανικών Pentagon Papers, ότι ένας κρατικός μηχανισμός πολύ δύσκολα μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στη δημοσιοποίηση πληροφοριών που άπτονται υποθέσεων δημοσίου ενδιαφέροντος. Τότε στις ΗΠΑ, ήταν και πάλι η New York Times μία από τις εφημερίδες που επέμεινε στη δημοσίευση των Pentagon Papers και τελικά δικαιώθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Το τελευταίο διακήρυξε ότι η κυβέρνηση είναι εκείνη που έφερε το δυσχερές βάρος να αιτιολογήσει την απαγόρευση δημοσιοποίησης των εν λόγω εγγράφων, καθώς μία τέτοια απαγόρευση θα ισοδυναμούσε με προληπτικό περιορισμό στη θεμελιώδη ελευθερία του λόγου (New York Times v. US, 1971).
Η πρόσφατη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ αποτελεί μία αισιόδοξη υπενθύμιση ότι υπάρχουν ακόμα δικαστές στο Λουξεμβούργο, που μπορούν να ορθώσουν το ανάστημά τους στις αυθαιρεσίες της κορυφής της εκτελεστικής εξουσίας της ΕΕ.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Βήμα της Κυριακής 18.05.25]