Α. Νεχαμάς, Περί φιλίας (εκδ. Μεταίχμιο, 2019)

Πιστεύω τω φίλω

Η έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου «Περί φιλίας» (On Friendship) του Αλέξανδρου Νεχαμά, διακεκριμένου καθηγητή φιλοσοφίας, ανθρωπιστικών σπουδών και συγκριτικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Princeton, συνιστά ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός. Την μετάφραση ανέλαβε ο Θεοφάνης Τάσης, ο οποίος συνέγραψε και τον πρόλογο. Το βιβλίο είναι σπουδαίο από πολλές απόψεις.

Όπως θα ανέμενε κανείς, ο συγγραφέας βασίζεται αρχικά στην περί φιλίας διδασκαλία του Αριστοτέλη, η οποία περιέχεται στο όγδοο και το ένατο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων. Εκεί βρίσκει κανείς και τον γνωστό τριμερή διαχωρισμό του Σταγειρίτη: οι διά το χρήσιμον φιλούντες, οι δι’ ηδονήν φιλούντες και η των αγαθών φιλία – η τελεία φιλία. Κατά τον Αριστοτέλη, η φιλία είναι, γενικότερα, «εύνοια εν αντιπεπονθόσιν» (1155b 33-34): σημαίνει δηλαδή να είσαι εύνους προς κάποιον και εκείνος εύνους προς εσένα· «να υπάρχει ανταπόκριση, αμοιβαιότητα στα αισθήματά σας, να τον αγαπάς και να τον τιμάς κ’ εκείνος επίσης να σε αγαπά και να σε τιμά»[1].

Ο Νεχαμάς όμως δεν θα μείνει στην αριστοτελική διδασκαλία. Θα προτείνει, όπως επισημαίνεται και στον πρόλογο του Θ.Τάση, μία αναθεώρηση της αριστοτελικής σύλληψης της φιλίας. Στο εγχείρημα αυτό έχει σταθερό οδηγό του, πλάι στον Αριστοτέλη, και τον Μονταίν και ιδίως την φιλία εκείνου με τον Λα Μποεσί. Οι πολύτιμες σκέψεις και ιδέες που θα συναντήσει κανείς κατά την ανάπτυξη του στοχασμού του συγγραφέα αμέτρητες.

Η παραδοχή, από την οποία εκκινεί ο στοχασμός του Νεχαμά, δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες: «Αυτό που είμαστε καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους φίλους μας […] ο καθένας από τους φίλους μας, τόσο περισσότερο όσο περισσότερο κοντά του νιώθουμε, επηρεάζει την κατεύθυνση του βίου μας, όπως ακριβώς η κατεύθυνση του βίου μας επηρεάζει την επιλογή των φίλων μας. Η φιλία είναι κρίσιμη γι’ αυτό που θα γίνουμε στη ζωή» (σ. 26). Αφήνει, δηλαδή, το αποτύπωμά της πάνω μας, πλάθει και διαπλάθει την προσωπικότητά μας.

Το αριστοτελικό σχήμα εξηγεί, πάντως, πολλά και με μεγάλο βαθμό ακρίβειας: Οι πραγματικοί φίλοι «διάκεινται», κατά τον Αριστοτέλη, «ο ένας προς τον άλλον όπως ως προς τον εαυτό τους: ο φίλος είναι ο άλλος εαυτός» (σ. 48-49).


Βέβαια, όπως είναι ευνόητο, οι φιλίες για το χρήσιμο ή για την ήδονη μπορούν εύκολα να καταρρεύσουν όταν ο ένας εκ των φίλων παύει να προσφέρει πλέον όφελος ή ηδονή. Φιλία που βασίζεται στο όφελος ή την απόλαυση είναι καθαρά εργαλειακή (σ. 135). Με τα λόγια του Αριστοτέλη: «Όσοι είναι φίλοι λόγω του οφέλους, χωρίζουν μόλις διαχωριστούν τα συμφέροντά τους, διότι δεν ήταν φίλοι παρά μόνο λόγω του κέρδους» (σ. 42-43). Αυτό παρατηρείται σε πολλές πτυχές του βίου μας, θάλλει δε ιδίως στις λεγόμενες «πολιτικές (λυκο)φιλίες». Δεν παραγνωρίζει, άλλωστε, ο Νεχαμάς ότι «ακόμη και οι καλύτερες φιλίες ενίοτε έρχονται σε σύγκρουση με το ηθικώς ορθό» (σ. 28). Συχνά από τέτοιες φιλίες, διά το χρήσιμον, προκύπτουν η ευνοιοκρατία, η αναξιοκρατία ή οι πελατειακές σχέσεις (σ. 64). Εδώ υπάρχει και περιθώριο για συμπαιγνίες ή κυνικές αυτοπροωθήσεις (σ. 88). Με ημερομηνία λήξης, ωστόσο, ευδιάκριτη.

Εν τούτοις, ο συγγραφέας θα μας προφυλάξει από απλουστευτικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, όταν θα υπογραμμίσει ότι «καμία φιλία δεν είναι καθαρά εργαλειακή, αλλά επίσης καμία φιλία δεν είναι εντελώς μη εργαλειακή. […] …μπορούν επίσης [οι καλύτεροι φίλοι] να χρησιμοποιήσουν ο ένας τον άλλον αν παρουσιαστεί η ανάγκη» (σ. 143).

Πέρα από τις βασικές θεωρητικές παραδοχές, ο Νεχαμάς μάς βυθίζει σ’ ένα πολύ γοητευτικό ταξίδι εναλλαγής παραστάσεων σχετικών με το αντικείμενο της μελέτης του. Αντλεί πλήθος παραδειγμάτων φιλίας από την μυθολογία, την ιστορία, τις τέχνες. Αναλύει τα χαρακτηριστικά τους, κρατάει το καλό, καταδεικνύει το κακό. Από τα μάτια του αναγνώστη θα περάσουν ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος, το πορτρέτο των δύο ανδρών του Τζάκοπο Ποντόρμο (1524), η Αφροδίτη και ο Άρης του Μποτιτσέλι (περ. 1485), η Αυτοπροσωπογραφία με έναν φίλο του Ραφαήλ (1518-1519), το Φιλί του Ιούδα του Τζότο (1303-1305), και άλλα πολλά έργα και ιστορίες.

Θα συνταχθεί ο συγγραφέας με την αριστοτελική διαπίστωση ότι η –πραγματική– φιλία απαιτεί «χρόνο και οικειότητα. Όπως λέει το γνωμικό, δύο άνθρωποι δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλον αν δεν έχουν φάει ψωμί κι αλάτι μαζί…» (σ. 110-111). Ο χρόνος έχει, δίχως αμφιβολία, καθοριστική σημασία για την φιλία. Μέσα στην διαδρομή του χρόνου, όμως, η φιλία είναι, ας μην το ξεχνάμε, κι απόλαυση μαζί· και η ιδιότητα αυτή περιγράφεται με τρόπο μοναδικό από τον Άγιο Αυγουστίνο στις Εξομολογήσεις (το απόσπασμα που ακολουθεί και πάλι από τον Νεχαμά, σ. 56): «Μπορούσαμε να μιλάμε και να γελάμε μαζί, όπως επίσης ν’ ανταλλάσσουμε μικρές πράξεις καλοσύνης. Μπορούσαμε ν’ απολαμβάνουμε μαζί την απόλαυση που προσφέρουν τα βιβλία. Μπορούσαμε να είμαστε σοβαροί ή εύθυμοι μαζί. Όταν μερικές φορές διαφωνούσαμε ήταν χωρίς κακία, όπως θα διαφωνούσε κανείς με τον εαυτό του, ενώ οι σπάνιες περιπτώσεις της αντιδικίας ήταν το αλατοπίπερο της συνηθισμένης συμφωνίας μας. Ο καθένας είχε να μάθει και κάτι διαφορετικό από τον άλλο και κάτι να του διδάξει σε ανταπόδοση. Αν κάποιοι απουσίαζαν, μας έλειπαν με λύπη και τους υποδεχόμασταν με χαρά όταν επέστρεφαν.»

Καθοριστική σημασία για την προσέγγιση του Νεχαμά έχει όμως ο Μονταίν. Γιατί ο μεγάλος γάλλος στοχαστής συνειδητοποιεί μία αλήθεια «απολύτως κεντρική στον έρωτα και τη φιλία: ότι κάθε απόπειρα εξήγησης του γιατί αγαπούμε συγκεκριμένους ανθρώπους, αναφέροντας τις αρετές τους, τα επιτεύγματά τους ή οτιδήποτε άλλο σχετικό με αυτούς, είναι καταδικασμένη στην αποτυχία» (σ. 149). Και τούτο, διότι πρόκειται για ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να εκφραστεί με ειδικούς ή «απτούς» όρους.

Ωστόσο, ο Μονταίν θα απαντήσει για την φιλία του με τον Λα Μποεσί μέσα από μία φράση που συγκινεί τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά και τον αναγνώστη: «Αν με πιέσετε να σας πω γιατί τον αγαπούσα, νιώθω ότι αυτό δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο απαντώντας: Επειδή ήταν αυτός, επειδή ήμουν εγώ» (σ. 151). Κάθε φιλία είναι η δυναμική ψυχική συμπόρευση και συνάθροιση δύο ανθρώπων ή, με τα λόγια του συγγραφέα, «ένας μοναδικός συνδυασμός δύο ψυχών που είναι αδύνατο ν’ αντιγραφεί» (σ. 153).

Η συνέχεια του βιβλίου είναι ακόμη πιο συναρπαστική. Ο Νεχαμάς ανατέμνει, με ακρίβεια σχεδόν χειρουργική, το διάσημο πλέον θεατρικό έργο της Γιασμίνα Ρεζά «Art» (έχει ανεβεί και στην Αθήνα), το οποίο περιγράφει πώς κλονίζεται, σχεδόν διαλύεται, μία φιλία μεταξύ τριών ανδρών όταν ένας από αυτούς, ο Σερζ, αποφασίζει να αγοράσει, έναντι υψηλότατου τιμήματος (200.000 ευρώ), έναν πίνακα που είναι κατά βάση …λευκός. Ο Μαρκ, ο δεύτερος της παρέας, απορεί πώς είναι δυνατόν να έχει φίλο έναν τύπο που δίνει αξία σ’ έναν τέτοιον πίνακα, ή που ενδίδει πλέον σε παρέες με τέτοια αισθητικά κριτήρια. Κι ο πόλεμος ξεσπάει. Αναμοχλεύονται κι αναδύονται ένα σωρό πάθη και εντάσεις, με αφορμή ακριβώς την αγορά του πίνακα. Ο τρίτος της παρέας, ο Ιβάν, προσπαθεί αρχικά να μείνει αμέτοχος, αλλά δεν θα τα καταφέρει. Ο Νεχαμάς παραδίδει εδώ και οδηγίες σκηνοθεσίας για την θεατρική αναπαράσταση του έργου, μαζί με υψηλά μαθήματα αισθητικής φιλοσοφίας.

Το γοητευτικό κρεσέντο θα ολοκληρωθεί με την ανάλυση της ταινίας Θέλμα και Λουίζ (1991). Η περιγραφή είναι και εδώ απολαυστική. Το δυσάρεστο ηθικό δίδαγμα, κατά τον Νεχαμά, είναι ότι «η φιλία και η ανηθικότητα συχνά συμβαδίζουν» (σ. 225). Στην ταινία ιδίως από την στιγμή της δολοφονίας και μετά.

Η βασική θέση του Νεχαμά παραμένει πάντως αναλλοίωτη, από την αρχή μέχρι τέλους: «…γινόμαστε αυτοί που είμαστε σε σημαντικό βαθμό χάρη στους φίλους που έχουμε» (σ. 243). «Επηρεάζουν αυτό που κάνουμε και πώς το κατανοούμε, πώς κατανοούμε τον εαυτό μας και αυτό που πιθανώς θα γίνουμε» (σ. 248). Είτε προς την κατεύθυνση του καλού, είτε προς την κατεύθυνση του κακού. Η φιλία ασφαλώς μπορεί να οδηγήσει και στην βλάβη ή την ανηθικότητα, εξίσου όμως και στο αγαθό (σ. 255, 264).

Οι φιλικές συνάψεις πράγματι επηρεάζουν καθοριστικά τον βίο και την προσωπικότητά μας, ιδίως κατά την περίοδο της νεότητάς μας. Ανυπέρβλητη ίσως εδώ η περιγραφή του Τίτου Πατρίκιου: «Οι νέοι άνθρωποι είναι σαν ανολοκλήρωτες σφαίρες. Από τα ελλείποντα κομμάτια τους πολλά τούς τα προσκομίζει η φιλία. Έτσι, συνδέονται βαθύτατα με τους φίλους, αλληλοσυμπληρώνονται, καλύπτουν τις ελλείψεις τους, ώσπου γίνονται πλήρεις σφαίρες. Όταν όμως κάποτε συμβεί αυτό, δεν χρειάζονται άλλο τις ολικές φιλίες που γεμίζουν ακόμα και τα ανομολόγητα κενά. Από κει και πέρα, με τους παλιούς φίλους τους, που κι αυτοί έχουν γίνει πλήρεις σφαίρες, ή συγκυλούν ή συγκρούονται, όπως οι μπάλες του μπιλιάρδου.»[2]

Σε κάθε περίπτωση, οι φίλοι του καλού βιβλίου θα βρουν στο βιβλίο του Αλέξανδρου Νεχαμά έναν ενάρετο οδηγό φιλίας. Θα δημιουργήσουν με το βιβλίο αυτό έναν ωραίο δεσμό φιλίας, θα βρουν σ’ αυτό ένα σταθερό στήριγμα μέσα στον χρόνο. Είναι, εξάλλου, ένα βιβλίο που απαιτεί κάποιο «χρόνο και οικειότητα».

*Δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal, τ. 99, Ιούνιος 2019, σ. 64-65.

[1] Ευ. Παπανούτσος, Πρακτική Φιλοσοφία (2η έκδ. 1974, εκδ. Δωδώνη), σ. 113.

[2] Τ. Πατρίκιος, Ο Πειρασμός της Νοσταλγίας – Σημειώσεις Καθημερινότητας (εκδ. Κίχλη, 2015), σ. 104-105.