Ορθολογική πολιτική κατά της φτώχιας

Στο τελευταίο τεύχος του «Βήματος Ιδεών» δημοσιεύθηκε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα για την φτώχεια και τις πάσης φύσεως κοινωνικο-πολιτικές ανισότητες, το οποίο προσέγγισε τα δύο αλληλένδετα αυτά ζητήματα με επιστημονικό πνεύμα και χωρίς ρητορικές υπερβολές. Εκείνο ίσως που εκπλήσσει είναι ότι μέσα από την έρευνα αυτή ανεφάνησαν γενικότερα οι βασικές παθογένειες της χώρας μας, ενώ οι προταθείσες λύσεις φαίνεται να συγκροτούν μία καθολική πολιτική πρόταση, η οποία θα πρέπει να μάς απασχολήσει σοβαρά.  

         Οι βασικές συνιστώσες μιας ορθολογικής κοινωνικής πολιτικής 

Ήδη ο Εμάνουελ Καντ, αν και πολέμιος ενός πατερναλιστικού κράτους, ήταν υπέρμαχος αυτού που σήμερα ονομάζουμε «κοινωνικό κράτος», υποστηρίζοντας ότι το κράτος θα πρέπει να αναγκάζει τους «έχοντες» να παρέχουν τα αναγκαία μέσα διαβίωσης σε εκείνους τους συνανθρώπους τους που δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν βασικές βιοτικές ανάγκες τους, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι φρικτές συνέπειες της ανέχειας. Ο μεγάλος φιλόσοφος διαισθάνθηκε εγκαίρως ότι ένας φιλελεύθερος και ορθολογικός πολιτισμός δεν μπορεί να μακροημερεύσει χωρίς σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η τελευταία αυτή επιταγή, η οποία ασφαλώς δεν έχει μόνον καντιανή προέλευση, αποτυπώνεται στα περισσότερα σύγχρονα συντάγματα. Το πρόβλημα όμως, όπως με κάθε γενική επιταγή, έγκειται στον τρόπο εξειδίκευσής της, την οποία εν προκειμένω αναλαμβάνει πρωτίστως η πολιτική εξουσία. Η εξειδίκευση αυτή δεν επηρεάζεται πλέον τόσο από το αν σε μία χώρα ακολουθείται φιλελεύθερη ή κοινωνιστική πολιτική, όσο από την αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα στο μη πεπερασμένο των βιοτικών αναγκών και την σπάνι των πόρων-μέσων. Με λίγα λόγια, όλοι επιθυμούμε μία αποτελεσματική πολιτική κατά της φτώχειας και των ανισοτήτων, είναι όμως δεδομένο ότι οι πόροι που διαθέτουμε είναι πάντοτε λιγότεροι από τις προβαλλόμενες βιοτικές ανάγκες. Γι’αυτό και επιβάλλεται μία έλλογη ιεράρχηση των αναγκών που πρέπει να ικανοποιηθούν.

Κατ’ αρχάς, μία ορθολογική πολιτική κατά της φτώχειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης πρέπει να στέργει προς προστασία των πιο ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, εξασφαλίζοντάς σ’ αυτές σε πρώτο επίπεδο τα απολύτως χρειώδη, δηλ. τροφή, ένδυση, στέγαση, βασική εκπαίδευση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Σε δεύτερο επίπεδο, έχει χρέος να συνυπολογίζει πλέον και την ικανοποίηση αναγκών που εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικο-πολιτιστικής διαβίωσης, όπερ πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να εξασφαλίζεται στο άτομο η δυνατότητα λ.χ. να πηγαίνει κινηματογράφο, θέατρο, εκδρομές, να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, κοκ. Το βιοτικό επίπεδο έχει ανεβεί τα τελευταία χρόνια και οι βασικές μας ανάγκες δεν περιορίζονται πλέον μόνον στα απολύτως χρειώδη. Στόχος είναι να αποφευχθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και παράλληλα να διασφαλισθεί ότι το κοινωνικο-πολιτιστικό προϊόν καθίσταται κατ’ αρχήν προσιτό σε κάθε πολίτη.

Πρωταρχικός όμως όρος για την εξασφάλιση του ανωτέρω ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι η παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους πολίτες κατά την πρόσβαση στη γνώση και την αγορά εργασίας. Οι γνωστές «κοινωνικές παροχές», όπως λ.χ. τα διάφορα επιδόματα, βοηθούν μεν, αλλά μόνον βραχυπρόθεσμα.

         Οι ελληνικές παθογένειες

Παρά την αναμφισβήτητη κοινωνικο-οικονομική πρόοδο της χώρας μας τις τελευταίες δεκαετίες, τα μελανά σημεία της ελληνικής πραγματικότητας παραμένουν πολλά. Εν πρώτοις, η ως άνω θεμελιώδης επιταγή των ίσων ευκαιριών πλήττεται ήδη στο επίπεδο της πολιτειακής λειτουργίας: τα ενισχυμένα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα νοθεύουν την λαϊκή βούληση, αποδυναμώνοντας την ψήφο σημαντικής μερίδας του εκλογικού σώματος· επιθυμητή μεν η κυβερνητική σταθερότητα, αλλά δεν μπορεί να ανάγεται σε απόλυτη αξία, ας μη ξεχνάμε δε ότι η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση περισσότερων κοινωνικών τάσεων λειτουργεί και ως «βαλβίδα εκτόνωσης» τμημάτων της κοινωνίας που αισθάνονται περιθωριοποιημένα. Παράλληλα, το εκτεταμένο φαινόμενο της οικογενειοκρατίας κάνει την χώρα μας συχνά να φαντάζει τριτοκοσμική, επιβάλλοντας μία διαδοχή στις θέσεις εξουσίας κατ’ όνομα, και όχι πάντοτε κατ’ αξίαν. Αν προσθέσουμε δε σε αυτά και την κομματοκρατία, τις πελατειακές σχέσεις και εν γένει την προώθηση «ημετέρων» για την κατάληψη θέσεων στον δημόσιο τομέα ή την ανάληψη δημοσίων έργων, έχουμε την πλήρη εικόνα μιας ανισοκατανομής ευκαιριών, η οποία παράγει με τη σειρά της διαρκείς ανισοκατανομές εισοδήματος.

Οι ανισοκατανομές εισοδήματος, ιδίως μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, συντηρούνται και από ένα υπερβολικά διογκωμένο κράτος, οι σπατάλες του οποίου στερούν εθνικό πλούτο από ενδεείς συμπολίτες μας. Ας σκεφθούμε απλώς ότι σε μία χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων απασχολούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα πάνω από ένα εκατομμύριο υπάλληλοι. Μία ορθολογική πολιτική κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αναμφίβολα απαιτεί περιορισμό αυτής της κρατικής σπατάλης και διοχέτευση των εξοικονομούμενων πόρων στην παιδεία και την προσπάθεια δημιουργίας θέσεων εργασίας.

Περαιτέρω δε, στην χώρα μας διαιωνίζονται προβληματικές καταστάσεις που, δίχως ίσως να γίνεται ευρέως αντιληπτό, ενισχύουν την φτώχεια και τις ανισότητες, όπως είναι λ.χ. η διατήρηση των κλειστών επαγγελμάτων ή η αδικαιολόγητη ολιγωρία της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην αντιμετώπιση των διαφόρων «καρτέλ» ή εναρμονισμένων πρακτικών, που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την εκτίναξη των τιμών βασικών καταναλωτικών προϊόντων.

Όλα αυτά τα φαινόμενα, καθώς και άλλα συναφή, έχουν οδηγήσει πλέον το 20% του πληθυσμού της χώρας να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Ενδεικτικά αναφέρω εδώ ότι στην Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 13%, συνδυαζόμενο με χαμηλά επίπεδα ανεργίας και αξιοθαύμαστα αποτελέσματα στους τομείς της παιδείας και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η επιτυχία, μάλιστα, του γερμανικού μοντέλου οφείλεται ακριβώς σε μία ορθολογική κοινωνική πολιτική, που δίδει σαφή προτεραιότητα στην παροχή ίσων ευκαιριών κατά την πρόσβαση στη γνώση και την αγορά εργασίας, ενώ παράλληλα προκρίνει ένα δυναμικά προοδευτικό φορολογικό σύστημα, το οποίο επιτρέπει και την χορήγηση γενναιόδωρων επιδομάτων (ανεργίας, κλπ.). Έτσι, εξασφαλίζεται εν τέλει η κοινωνική ειρήνη και η συλλογική πρόοδος. 

         Οι λύσεις υπάρχουν, χρειάζεται η πολιτική βούληση       

Όπως διαφαίνεται από τα ανωτέρω, για να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά η φτώχεια και οι ανισότητες, θα πρέπει πρωτίστως να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, με γενναία κρατική χρηματοδότηση, όπως επίσης και να παρέχονται ίσες ευκαιρίες κατά την είσοδο και την ανέλιξη στην αγορά εργασίας, είτε στον δημόσιο είτε τον ιδιωτικό τομέα. Έπειτα, η εύρεση των πόρων για την άσκηση μιας ορθολογικής και κοινωνικά δίκαιης αναδιανεμητικής πολιτικής διέρχεται αναγκαία μέσα από ένα δυναμικά προοδευτικό φορολογικό σύστημα και την ταυτόχρονη μείωση της έμμεσης φορολογίας. Τέλος, σε μία σύγχρονη δημοκρατία αναγκαία είναι η υιοθέτηση ενός αντιπροσωπευτικότερου εκλογικού συστήματος, το οποίο μπορεί να συμβάλει στην ανάσχεση φαινομένων «πολιτειακής κόπωσης», όπως είναι κυρίως η οικογενειοκρατία. Όσο και αν μοιάζει δε παράδοξο, τέτοιες λύσεις μπορούν να προέλθουν μέσα από το ίδιο το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο, από απλό ένστικτο αυτοσυντήρησης, διατήρησης δηλ. κάποιων εκ των προνομίων που έχει συγκεντρώσει, προκειμένου να μη τα χάσει όλα.

                                             *Δημοσιεύθηκε στο Βήμα Ιδεών της 4.7.2008, σ. 29.