Φ. Ροθ, Πατρική Κληρονομιά (εκδ. Πόλις, 2012)

Η αγάπη προς τον πατέρα

Η «Πατρική Κληρονομιά» του Φίλιπ Ροθ είναι ένα ανατριχιαστικά ρεαλιστικό βιβλίο. Μέσα από τις σελίδες του ο συγγραφέας διηγείται τους τελευταίους μήνες της ζωής του πατέρα του, από την διάγνωση του καρκίνου και μετά. Ιδίως όσοι έχουν βιώσει εκ του σύνεγγυς την ασθένεια σε συγγενικό τους πρόσωπο μπορούν να αντιληφθούν ότι (και) αυτό το βιβλίο του Ροθ είναι ένα μικρό διαμάντι – την φορά αυτή καθ’ ολοκληρίαν αυτοβιογραφικό. Για να το διαβάσει κανείς, θέλει γερό στομάχι. Η διήγηση, ωστόσο, πραγματώνει εν τέλει αυτό που μόνο η τραγωδία μπορεί: δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν…

Σ’ αυτό το βιβλίο ο Ροθ δεν χάνεται σε πολλαπλές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις – οι όποιες παρεκβάσεις είναι λίγες και εστιασμένες στο παρελθόν του πατέρα του, του Χέρμαν. Μιλάει ευθέως για το προκείμενο, ακριβολογεί, ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια, όπως απαιτεί εξάλλου το αντικείμενο της αφήγησης. Ένας όγκος στον εγκέφαλο, που οδηγεί σε ημιπληγία και σε όλα τα συμπαρομαρτούντα. Η κατάσταση απαιτεί ρεαλισμό και κυνισμό. Αλλά το συναίσθημα είναι πανταχού παρόν, σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή. Η αγάπη για τον πατέρα συγκινεί και κινεί διαρκώς την σκέψη του συγγραφέα.

Όπως γνωρίζουν αρκετοί, οι συγγενείς του καρκινοπαθούς μαθαίνουν, κατά κανόνα, πρώτα εκείνοι την αλήθεια. Και βιώνουν ένα τραγικό δίλημμα: Να πουν την αλήθεια ή όχι; Να την πουν όλη ή μισή; Να μιλήσουν στο αγαπημένο τους πρόσωπο με ρεαλισμό ή να εξωραΐσουν τα πράγματα για να τονώσουν το ηθικό, για να κρατήσουν την ελπίδα ζωντανή; Δεν υπάρχουν, ασφαλώς, γενικές συνταγές εδώ. Κάθε περίπτωση απαιτεί ξεχωριστή, ειδική μεταχείριση. Βέβαια, ο Σοφοκλής, μέσω του Οιδίποδα, μάλλον θα συμβούλευε υπέρ της παραμυθίας. Αλλά ο Καντ θα μας έλεγε να μην μετατρέψουμε τον άλλον σε αντικείμενο, ψευδόμενοι, κοκ. Δύσκολα θέματα αυτά. Δεν νοείται, πάντως, εδώ κάποια ενδιάμεση οδός μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, ήτοι εκείνη της σιωπής – αφήνουμε την οδό αυτήν για την πολιτική, ως γνωστόν. Εδώ όλοι θέλουμε να ξέρουμε, τουλάχιστον κάτι, ό,τι και νάναι. Και είμαστε διατεθειμένοι ακόμη και το ψέμμα να πιστέψουμε, να πιαστούμε από αυτό με πίστη ακλόνητη…

Οι γιατροί πάντως είναι κυνικοί. «Either way, those tumors kill you» (σ. 5), θα πει ένας νευροχειρουργός στον γιο Φίλιπ, ο οποίος αρχικά θα αποκρύψει από τον πατέρα του την αλήθεια για τα ευρήματα της μαγνητικής εγκεφάλου. Αλλά ο απεικονιστικός αυτός έλεγχος αποκτά μία άλλη διάσταση στα μάτια του γιου, που ίσως είναι και το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου: Βλέποντας την μαγνητική και την απεικόνιση του εγκεφάλου, ο Φίλιπ αφήνει ελεύθερους τους συνειρμούς του και βλέπει σ’ αυτήν τον εγκέφαλο που έκανε τον πατέρα του να σκέφτεται μ’ εκείνον τον οξύ τρόπο που σκεφτόταν, να μιλάει μ’ εκείνον τον εμφατικό τρόπο που μιλούσε, να αποφασίζει μ’ εκείνον τον παρορμητικό τρόπο που αποφάσιζε. Και συνεχίζει ο Φίλιπ με έναν έξοχο λυρισμό: «This was the tissue that had manufactured his set of endless worries and sustained for more than eight decades his stubborn self-discipline, the source of everything that had so frustrated me as his adolescent son, the thing that had ruled our fate back when he was all-powerful and determining our purpose, and now it was being compressed and displaced and destroyed…» (σ. 6). Ξεχωριστός, μοναδικός ο εγκέφαλος του πατέρα του. Ένας εγκέφαλος που τώρα γίνεται αντικείμενο κυνικών υπολογισμών περί θεραπείας, επέμβασης, αφαίρεσης× αντιμετωπίζεται σαν όλους τους άλλους, σαν μία «κλινική περίπτωση». Ίσως κάπου εδώ να ήθελε να φωνάξει ο Φίλιπ «σταματήστε, καλύτερα να μην τον αγγίξετε καθόλου»… Μία φωνή όμως που πνίγεται, που δεν ακούγεται καθόλου, μέσα στον εφιάλτη που βιώνει με τον πατέρα του.

Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, πάντως, αμέσως έρχεται στο μυαλό του αναγνώστη η ανεπανάληπτη σκηνή από τον Άμλετ, όπου ο Σαίξπηρ ξεδιπλώνει τον απαράμιλλο λυρικό του χάρισμα. Και μετά από δυο-τρεις σελίδες ο ίδιος ο Ροθ δεν θα αποφύγει την αναφορά στην σκηνή αυτήν (σ. 9), μάλλον γνωρίζοντας ότι θα τριγυρνούσε ήδη στο μυαλό του αναγνώστη. Είναι εκείνη η σκηνή όπου ο Άμλετ κρατάει στα χέριά του το κρανίο του αγαπημένου του γελωτοποιού Γιόρικ και του μιλάει (ακολουθεί απόσπασμα σε μοντέρνα αγγλική εκδοχή, https://www.sparknotes.com/nofear/shakespeare/hamlet/page_288/): «Let me see. (he takes the skull) Oh, poor Yorick! I used to know him, Horatio—a very funny guy, and with an excellent imagination. He carried me on his back a thousand times, and now—how terrible—this is him. It makes my stomach turn. I don’t know how many times I kissed the lips that used to be right here. Where are your jokes now? Your pranks? Your songs? Your flashes of wit that used to set the whole table laughing? You don’t make anybody smile now. Are you sad about that?” Πού είναι τα αστεία σου Γιόρικ, πώς «νιώθεις» τώρα γι’αυτό;

Το ομοίωμα ενός κρανίου θα πάρει στα χέριά του και ένας από τους νευροχειρουργούς (σ. 77 επ.), για να εξηγήσει στους εμβρόντητους Φίλιπ και Χέρμαν πώς θα εισέλθει στο κρανίο και θα αφαιρέσει τον όγκο, όλα με ψυχρή χειρουργική ακρίβεια: «…Turning it in his hand and pointing with a pencil, he explained where the tumor was situated and where it was pressing into the brain. He showed us, on the back wall of the skull, where he could cut through to go in to remove it. ‘We’ll just lift the brain a little here and take out what’s growing underneath it’…» (σ. 77).

Η σκηνή από τον Άμλετ θα επανέλθει όμως και σε άλλο σημείο, όταν ο Φίλιπ θα διερωτηθεί αν θα μπορούσε κι ο ίδιος ο Άμλετ να αντικρίσει μία μαγνητική του Γιόρικ: «Had it been the MRI of Yorick’s brain that Hamlet had been looking at, even he might have been speechless» (σ. 90). Θα είχε κι εκείνος σαστίσει ή θα συνέχιζε τον μονόλογό του προς την κατεύθυνση του Φίλιπ.

Μετά τις επισκέψεις σε δύο νευροχειρουργούς, οι διάφορες δυνατότητες επέμβασης εξετάζονται από γιο και πατέρα, με σχετική ψυχραιμία. Ο γιος θα πει στον πατέρα αυτό που λέγεται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις: Έχουμε πρόβλημα, αλλά θα το παλέψουμε, μην ανησυχείς, είμαστε δυνατοί, είναι χειρουργήσιμη περίπτωση (σ. 41 επ.) – η κατάσταση, βέβαια, είναι μη αναστρέψιμη. Ο ένας γιατρός διαβεβαίωσε, πάντως, ότι η επέμβαση είναι «επέμβαση ρουτίνας»× «ρουτίνας» για εκείνον, θα σκεφτεί ο Φίλιπ, όχι για τον πατέρα του τον Χέρμαν. Η ρουτίνα των γιατρών είναι η όλως εξαιρετική, απευκταία περίσταση των λοιπών κοινών θνητών.

Μολαταύτα, το θέμα του βιβλίου δεν είναι η ίδια η ασθένεια. Είναι η ζωή κι οι αναμνήσεις της. Ναι, όσο κοινότοπη κι αν μοιάζει η φράση, η διήγηση είναι ένας ύμνος στην ομορφιά της ζωής και ιδίως στην σχέση πατέρα-γιου («He wasn’t just any father, he was the father, with everything there is to hate in a father and everything there is to love» – σ. 127). Η μιζέρια αγαπά την συντροφιά («Misery loves company», σ. 109), αλλά εδώ η συγγένεια, το παρελθόν, η συντροφικότητα, η αγάπη, θα νικήσουν την –αναπόφευκτη– μιζέρια που συνοδεύει την ασθένεια – όσο επώδυνες κι αν είναι οι τελευταίες της εκφάνσεις. Έτσι, μέσα από τους τελευταίους μήνες συνύπαρξης έρχονται κι επανέρχονται συνεχώς εικόνες από το παρελθόν, τα κοινά βιώματα, την οικογενειακή ιστορία. Την ιστορία μιας εβραϊκής οικογένειας από το Νιούαρκ. Οι ιστορίες του μαχητή-βιοπαλαιστή-ασφαλιστή πατέρα ατελείωτες. Το Άουσβιτς και οι ιστορίες των επιζήσαντων Εβραίων με τους αριθμούς στο χέρι. Η μνήμη του Χέρμαν πολύ δυνατή και σε συνεχή εγρήγορση. Οι αναμνήσεις του αναπτύσσουν μία διαλεκτική σχέση με το παρόν του διάσημου συγγραφέα Φίλιπ.

Πάνω απ’ όλα, όμως, η πατρική κληρονομία είναι η φροντίδα του γιου για τον πατέρα, μέσα από τις τραγικές στιγμές της περιποίησης – για τις οποίες έχει γράψει ήδη ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ένα εξαιρετικό (πώς θα γινόταν άλλωστε διαφορετικά) κείμενο (εφημ. «Η Καθημερινή», 8.1.2019, http://www.kathimerini.gr/1003115/gallery/proswpa/proskhnio/h-patrikh-klhronomia-toy-filip-ro8). Ακόμη και σ’ αυτές τις στιγμές που ο Φίλιπ βοηθάει τον πατέρα του στις βασικές του ανάγκες υπάρχουν τόσα πολλά, τόση πολλή ζωή να λατρέψει κανείς («…there’s an awful lot of life to cherish» – σ. 123). Κι όσο εντονότερα εν συνεχεία ο συγγραφέας θα αποκηρύξει τον διάχυτο συμβολισμό, τόσο περισσότερο θα τον επιβεβαιώσει: «So that was the patrimony. And not because cleaning it [the shit] up was symbolic of something else but because it wasn’t, because it was nothing less or more than the lived reality that it was. / There was my patrimony: not the money, not the tefillin, not the shaving mug, but the shit» (σ. 123-124).

Οι νομικοί νόες θα βρουν πολύ ενδιαφέρον ιδίως το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (υπ’ αριθ. 6), που αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις διαδεδομένες στις ΗΠΑ «εν ζωή διαθήκες» (living wills): «…a legal document that […] enables you to declare in advance that in the event of extreme physical or mental disability from which there’s no reasonable expectation of recovery, you refuse any sort of life-support system. The signer designates who will make the necessary medical treatment decisions if he or she is incapable of doing so…» (σ. 142). Ο Χέρμαν, κατόπιν ενός συνταρακτικού διαλόγου με τον Φίλιπ, θα υπογράψει τελικά μία τέτοια διαθήκη, προς έκπληξη του γιου του, που θα βιώσει την –τραγική εδώ– επιτυχία ενός …ασφαλιστικού πράκτορα (που δεν είναι εδώ πια ο πατέρας): «And that was it. Instead of feeling like the insurance man’s son, I felt like an insurance man myself, one who’d just sold his first policy to a customer who could win only if he died» (σ. 146).

Και την κρίσιμη στιγμή η εν ζωή διαθήκη, που υπέγραψε ο Χέρμαν, θα ενεργοποιηθεί από τον Φίλιπ, ο οποίος και θα σπρώξει την βάρκα με το σώμα του πατέρα του οριστικά στην αντίπερα όχθη. Ο γιος τώρα πια μπροστά στην τραγική, τελική μοίρα του πατέρα του× τα κουκιά μετρημένα όπως και οι ώρες: «…I thought about the misery that was sure to come, provided he could even be kept alive on a respirator. I saw it all, all, and yet I had to sit there for a very long time before I leaned as close to him as I could get and, with my lips to his sunken, ruined face, found it in me finally to whisper, ‘Dad, I’m going to have to let you go.’ He’d been unconscious for several hours and couldn’t hear me, but, shocked, amazed, and weeping, I repeated to him again and then again, until I believed it myself» (σ. 166). Και ο θάνατος είναι δουλειά, και μάλιστα σκληρή: «…Dying is work and he was a worker. Dying is horrible and my father was dying. I held his hand, which at least still felt like his hand; I stroked his forehead, which at least still looked like his forehead; and I said to him all sorts of things that he could no longer register. Luckily, there wasn’t anything I told him that morning that he didn’t already know» (σ. 166-167).  Και ναι, «ευτυχώς δεν υπήρχε τίποτε που να του είπα εκείνο το πρωινό που να μην το ήξερε ήδη».

Τι ωραία φράση, τι σπουδαίο βιβλίο. Ένα βιβλίο που γράφτηκε ακριβώς για να μείνει ζωντανή η ανάμνηση, για να μην ξεχαστεί τίποτε από την πατρική κληρονομία: «You must not forget anything» (σ. 170). Δεν πρέπει να ξεχάσεις τίποτα. 

*Δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal, τ. 97, Απρίλιος 2019, σ. 92-93.

Το βιβλίο «Patrimony – A True Story» κυκλοφορεί στα αγγλικά, εκδ. Vintage – Penguin Random House, 1992, ανατ. 2016, απ’ όπου και τα παραπάνω παραθέματα και οι παραπομπές σε σελίδες. 

Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Τάκη Κιρκή (2012).
Για το βιβλίο, πέραν του παραπάνω άρθρου του Στ. Ζουμπουλάκη, βλ. και την παρουσίαση της Κατερίνας Σχινά: http://booksjournal.gr/…/it…/2733-o-pateras-ston-philip-roth.