Τι μάθαμε εν τέλει από την κρίση;

Σε λίγες εβδομάδες η χώρα μας εισέρχεται σε μία περίοδο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων. Οι πολίτες θα κληθούν, ύστερα από χρόνια, να διαμορφώσουν εκ νέου το πολιτικό σκηνικό.

Πολλά έχουν λεχθεί για τη μακροημέρευση της παρούσας κυβέρνησης, έχει ωστόσο λησμονηθεί μία κρίσιμη «τεχνική» παράμετρος: η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία, όπως προέκυψε μετά τις δύο αναμετρήσεις του 2015, είχε μπροστά της μία εν πολλοίς «καθαρή» τετραετία, χωρίς να παρεμβάλλονται ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές εκλογές και κυρίως εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας – γεγονότα που θα μπορούσαν να την κλονίσουν ή και να διακόψουν άδοξα τον βίο της. Αυτό δεν έχει συμβεί συχνά στη μεταπολίτευση. Η μακροημέρευση στην εξουσία είναι και θέμα συγκυρίας, όχι μόνον πολιτικής δεξιότητας.

Δυστυχώς, αντί αυτή η πολιτική σταθερότητα να αποτελέσει βάση για μία αναπτυξιακή πορεία της χώρας, αναλώθηκε κυρίως στην (απότομη) πολιτική ενηλικίωση ενός τμήματος της ελληνικής Αριστεράς. Η ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης απομυθοποίησε πρόσωπα και καταστάσεις, ανέτρεψε στερεότυπα δεκαετιών. Για να αποφευχθούν περαιτέρω εσωτερικές διασπάσεις, το κυβερνητικό σχήμα επέλεξε συχνά τον δρόμο της πόλωσης και του διχασμού, τον διαχωρισμό μεταξύ «παλαιού» και «νέου» πολιτικού συστήματος, ενσωματώνοντας όμως και πολλά «παλαιά υλικά» στο «νέο». Συνολικά, πάντως, η κρίση αφήνει την πατρίδα μας πολλαπλά τραυματισμένη.

Τα παθήματα μαθήματα;

Το κρίσιμο ζήτημα ωστόσο που τώρα ανακύπτει, ενόψει και των επερχόμενων πολλαπλών εκλογών, είναι αν μάθαμε τελικά κάτι από την κρίση. Θα βγούμε σοφότεροι από αυτήν; Ή θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε παλαιές εσφαλμένες πρακτικές και αντιλήψεις; Θα απαγκιστρωθούμε από καταστροφικούς μύθους και αυτοαναφορικές δοξασίες; Θα διορθώσουμε, εν τέλει, τα λάθη του παρελθόντος ή θα επιλέξουμε να ξεγελάσουμε –και πάλι– τους εαυτούς μας με παυσίπονες παραμυθίες βραχείας διαρκείας;

Σύμφωνα με την επιστήμη, οι άνθρωποι έχουν γενικά την ικανότητα να μαθαίνουν από επιζήμιες βιοτικές ή συναλλακτικές τους αποφάσεις. Πρόκειται για το λεγόμενο μαθησιακό αποτέλεσμα (learning effect) που αναπτύσσουν οι προηγούμενες εσφαλμένες επιλογές μας, το οποίο και μας προφυλάσσει από την επανάληψη των ίδιων λαθών στο μέλλον. Κατά τη λαϊκή θυμοσοφία «το πάθημα γίνεται μάθημα», επιδρώντας ενίοτε και στον γενικότερο τρόπο συμπεριφοράς μας (λ.χ. μία ζημιογόνος επένδυση μπορεί εφεξής να μας καθιστά εν γένει προσεκτικούς απέναντι στην ανάληψη κινδύνων). Για να μάθουμε όμως από τα λάθη μας και να μην τα επαναλάβουμε, πρέπει να έχουμε ανοιχτές τις κεραίες μας και κυρίως να συνειδητοποιήσουμε σε τι ακριβώς σφάλαμε. Το τελευταίο απαιτεί πρόσβαση σε χρήσιμα σχόλια ή κριτική μετά την εσφαλμένη επιλογή (ήτοι «καλή ανατροφοδότηση»).

Ύστερα από τόσα χρόνια μιας βαθιάς και πολυεπίπεδης κρίσης (πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής), φαίνεται ότι πράγματι στη χώρα μας ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού έχει αντιληφθεί πλέον ότι δεν μπορούν να συνεχισθούν κάποιες επιβλαβείς πρακτικές του παρελθόντος, όπως λ.χ. η συστηματική υποδαύλιση του λαϊκισμού, οι συνεχείς συντεχνιακές διεκδικήσεις εις βάρος του υπόλοιπου κοινωνικού συνόλου, η απομύζηση «λεφτόδεντρων» –τα οποία έθαλλαν επί δεκαετίες διογκώνοντας το δημόσιο χρέος–, η ανοχή στη βία και την παραβατικότητα, η διαρκής παραμέληση του δημόσιου χώρου, κοκ. Για όλα αυτά πληρώσαμε, και πληρώνουμε ακόμη, βαρύτατο τίμημα. Δεν μπορεί παρά το πάθημα να γίνει μάθημα.

Η ευθύνη των πολιτών στην κάλπη

Για να περιορισθούν τέτοια και άλλα φαινόμενα, στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα πρέπει, προεχόντως, να προσέξουμε πολύ κατά την επιλογή των προσώπων που θα μας εκπροσωπήσουν (σε οποιοδήποτε επίπεδο). Με βάση και τις εμπειρίες της μεταπολίτευσης, τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να συγκεντρώνουν κυρίως τα ακόλουθα αλληλένδετα χαρακτηριστικά:

– Αποφυγή διγλωσσίας και οβιδιακών πολιτικών μεταμορφώσεων. Οι λέξεις πρέπει να ανακτήσουν το νόημά τους και οι πολιτικοί να εμφανίζουν μία στοιχειώδη συνέπεια στη δημόσια στάση τους. Θα πρέπει, επομένως, να προτιμώνται οι υποψήφιοι που ακολουθούν ένα σταθερό σύστημα αρχών και αξιών και διαμορφώνουν την εκάστοτε θέση τους με βάση αυτό. Ακόμη κι αν μεταβάλλουν μέσα στον χρόνο τις απόψεις τους – πράγμα κατ’ αρχήν εύλογο και θεμιτό. Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία και η συνέπεια λόγων και έργων. Ένας πολιτικός δεν είναι απλώς «ό,τι δηλώσει». Είναι πρωτίστως αυτό που πράττει, είναι το έργο του· και γι’ αυτό πρέπει να κρίνεται.

– Διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων, και όχι αφηρημένων ιδεολογημάτων. Η περίοδος της μεταπολίτευσης –περίοδος, αναμφίβολα, δημοκρατικής ομαλότητας και ανάπτυξης– σημαδεύτηκε από μία –αρχικά εύλογη– τάση για πολιτικοποίηση κάθε ζητήματος, από μία επικυριαρχία του αφηρημένου ιδεολογικού σχήματος επί της ουσίας και των συγκεκριμένων προτάσεων. Η τάση δε αυτή, σε συνδυασμό με μία συστηματική απαξίωση του επιστημονικού ή τεχνοκρατικού λόγου, εξυπηρέτησε ενίοτε μία ληθαργική πολιτική πρακτική: «δεν πειράζει, το αφήνουμε για αργότερα, έχει ο Θεός». Ας θυμηθούμε λ.χ. την έντονη πολεμική που δέχθηκε το «ασφαλιστικό Γιαννίτση» (2001), μία μεταρρύθμιση που δεν είχε ούτε «δεξιό» ούτε «αριστερό» πρόσημο. Τώρα πια, βεβαίως, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών αναγνωρίζει ότι η μεταρρύθμιση εκείνη έπρεπε να είχε περάσει. Η μεταμέλεια είναι συχνό φαινόμενο στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά δεν είναι πάντοτε συγγνωστή. Όταν μάλιστα επαναλαμβάνεται συχνά, δηλοί έλλειψη ευθυκρισίας. Στην πολιτική χρειαζόμαστε Προμηθείς, όχι Επιμηθείς.

– Αποφυγή ρητορικής περί εύκολων-«μαγικών» λύσεων. Βαθιά και δυσεπούλωτη η πληγή που έχουν αφήσει στην κοινωνία και την οικονομία οι αφειδείς υποσχέσεις των τελευταίων ιδίως ετών λ.χ. περί κατάργησης των μνημονίων «με ένα νόμο και ένα άρθρο», σεισάχθειας-διαγραφής χρεών «για όλους και για κάθε χρέος», κοκ. Υποσχέσεις που συχνά λειτούργησαν ως προκάλυμμα για την ανάρρηση στην εξουσία και την ικανοποίηση προσωπικών πολιτικών φιλοδοξιών.

Ας ελπίσουμε ότι εν τέλει θα βγούμε από την κρίση πιο ώριμοι πολιτικά, με νέα αυτογνωσία και υπευθυνότητα. Ας ξεκινήσουμε επιλέγοντας τους σωστούς υποψηφίους με τα σωστά κριτήρια, με βασικό οδηγό τις αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος.                                            

   *Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 21.4.2019, σ. 22-23/2-3 («νέες εποχές»).