Η δύναμη της πολιτικής

Οι σκέψεις που ακολουθούν συνιστούν καθαρά αντικειμενικοποιημένες κρίσεις και σε καμία περίπτωση τοποθέτηση απέναντι σε παλαιά ή σύγχρονα ιστορικά γεγονότα.

Το 335 π.Χ. κι ενώ ο M. Αλέξανδρος, μετά τη νίκη του επί των Ιλλυριών, ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία, η Θήβα αποφάσισε να αποχωρήσει από την Κορινθιακή Συμμαχία και να επιδιώξει την ανατροπή του «δικτάτορα της Ελλάδας» και την απελευθέρωση των Ελλήνων από την κηδεμονία του. O M. Αλέξανδρος έσπευσε ταχύτατα στη βοιωτική γη, αποφασισμένος να καταστείλει μία εξέγερση που έθετε σε κίνδυνο το ευρύτερο σχέδιό του για την κατάκτηση της Ανατολίας. Αφού έδωσε κάποια περιθώρια συνδιαλλαγής στους Θηβαίους, τελικά (κατά τον Πτολεμαίο, ένεκα του «αυθορμητισμού»… του στενού συνεργάτη του Περδίκκα), αναγκάστηκε να προχωρήσει σε μία σκληρή μάχη που οδήγησε στο γνωστό σε όλους μας αιματηρό αποτέλεσμα. Μετά τη σφαγή, έπρεπε πλέον να ληφθεί η απόφαση σχετικά με την τύχη των Θηβών. Τότε, ο M. Αλέξανδρος προχώρησε σε μία πολιτική κίνηση με ουσιαστικό περιεχόμενο: ακριβώς για να μη δείξει προς τα έξω ότι πορεύεται ως δικτάτορας, επιζήτησε μία απόφαση της Συμμαχίας που θα έκρινε το μέλλον της πόλης των Θηβών, μιας πόλης που παραβίασε τους όρους της. H Συμμαχία αποφάσισε την ολοκληρωτική καταστροφή των Θηβών. H απόφαση αυτή αποτέλεσε το όργανο «νομιμοποίησης» των ενεργειών που ακολούθησαν. O M. Αλέξανδρος εξασφάλισε αυτό που θα λέγαμε σήμερα «consensus» της κοινότητας των κρατών εκείνων της εποχής, για να αντιμετωπίσει ένα κράτος-«ταραξία». Με την πράξη του αυτή, όχι μόνο τιμώρησε παραδειγματικά την πόλη των Θηβών, ούτως ώστε να έχει καλά φυλαγμένα τα νώτα του, για την εκστρατεία που μόλις τώρα ξεκινούσε, αλλά και μετακύλισε μερίδιο της ευθύνης για την τύχη των Θηβών στους συμμάχους του, καθιστώντας τους συνυπεύθυνους και κατορθώνοντας παράλληλα να τους συσπειρώσει σε μια κρίσιμη για τα σχέδιά του στιγμή. Πάνω απ’ όλα έδειξε ότι σέβεται την πολιτική ανεξαρτησία των άλλων κρατών-πόλεων στο πλαίσιο της Συμμαχίας.

Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος να διερωτάται κανείς προς τι οι δύο πρόσφατες σημαντικές αποφάσεις του Σ.Α. των Ηνωμένων Εθνών (12/9/2001 και 29/9/01 και η ευρεία διπλωματική εκστρατεία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9/2001, τη στιγμή που οι τελευταίες μπορούσαν να αντιδράσουν μόνες τους ασκώντας ανοιχτά πολιτική της κραταιάς δύναμης («power politics»). Παρ’ ότι η ιστορία όντως δεν επαναλαμβάνεται, το προανεφερθέν ιστορικό γεγονός παρέχει ωστόσο την απτή εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν οι ΗΠΑ: α) επιχείρησαν να δείξουν προς τα έξω ότι δεν λειτουργούν ως «σερίφης» στη διεθνή κοινότητα, αλλά ότι σέβονται τη σημασία των διεθνών οργανισμών και τη «νομιμοποιητική» λειτουργία του διεθνούς δικαίου, β) συσπείρωσαν ένα μεγάλο τμήμα του πλανήτη, δημιουργώντας έναν ετερόκλητο συνασπισμό δυνάμεων με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, γ) έφεραν τις χώρες της E.E. σε μιαν αδυναμία άρθρωσης για μιαν ακόμη φορά αυτόνομης κοινής εξωτερικής πολιτικής, αποσπώντας ταχύτατα από αυτήν δύο χώρες-κλειδιά, δηλαδή τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, δ) δοκίμασαν τις παραδοσιακές τους «φιλίες» στον χώρο της Μέσης Ανατολής και ε) δημιούργησαν ένα σημαντικό ρεύμα στην κοινή γνώμη των χωρών του δυτικού κόσμου υπέρ της προάσπισης «κοινών αξιών της σύγχρονης ανθρωπότητας»? πλάι στην ήδη αρκετά ανεπτυγμένη επιχειρηματολογία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσετέθη τώρα και η ανάγκη για διεθνή ασφάλεια.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ανεφάνη όμως κάτι ακόμη πιο σημαντικό: ήρθε και πάλι στο προσκήνιο ο ξεχασμένος -τον τελευταίο καιρό- ρόλος της πολιτικής ως συμμετοχικής διαδικασίας παραγωγής συναίνεσης, ως «νομιμοποιητικής» πέμπτης και ταυτόχρονα πρώτης εξουσίας ήδη από την κλασική Αθήνα. Ας μη γελιόμαστε. Οση πρόοδο κι αν έχουν επιδείξει οι επιστήμες (λογική), όσα κι αν έχουν προσφέρει ή όχι οι θρησκείες (συναίσθημα) στον κόσμο μας, όσο κι αν έχει παγιωθεί στις σύγχρονες κοινωνίες η έννοια του κράτους δικαίου (με τη γνωστή τριμερή διάκριση των λειτουργιών/εξουσιών), η πολιτική παραμένει έννοια υπερκείμενη όλων αυτών: στην πραγματικότητα τις υπερσκελίζει: συνιστά μία κυνική αναγκαιότητα των πραγμάτων που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Τα δύο παραδείγματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως (και που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ταυτίζονται!) αποδεικνύουν ότι πολύ συχνά στην Ελλάδα μιλάμε για την «πολιτική ως τέχνη του εφικτού» δίνοντας ωστόσο σημασία μάλλον σε λάθος λέξη αυτής της πρότασης, δηλ. στο «εφικτό». έτσι, όμως, μας διαφεύγει η πρωταρχική ιδιότητα της πολιτικής ως «τέχνης», η οποία, κατά σαφή απόκλιση από τον γνωστό τετριμμένο ορισμό των τεχνών, παρουσιάζει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι και επιτάσσει συγκεκριμένες επιλογές οδηγούμενες από την εκάστοτε διαπιστούμενη ιστορική αναγκαιότητα, υποτάσσοντας περαιτέρω τα μέσα στην υπηρέτηση του επιβαλλόμενου (πολιτικά) σκοπού. Από εκεί πέρα, το κατά πόσον η δημοκρατία, όχι μόνο ως απλή τυπική λειτουργία «νομιμοποίησης μέσω διαδικασίας», αλλά ως ισότιμη και ουσιαστική συμμετοχή των μονάδων (πολιτών σε εθνικό, κρατών σε διεθνές επίπεδο) στο ιστορικό γίγνεσθαι, μπορεί να χαλιναγωγήσει αυτή τη δύναμη της πολιτικής είναι αντικείμενο μιας άλλης βαθύτερης συζητήσεως.

Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι πρόσφατες αντιπαραθέσεις εκπροσώπων της Ιεραρχίας και της θεολογίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για τις διαδικασίες ή και για την αξιοσύνη ορισμένων υποψηφίων αρχιερέων, οι οποίες σκανδαλίζουν την κοινή γνώμη. Εν τούτοις, η όλη επιχειρηματολογία και των δύο πλευρών εξέφραζε τις ενδιάθετες αδυναμίες του ανθρώπινου παράγοντα να συντονισθεί με τη διαχρονική εκκλησιαστική συνείδηση, τόσο ως προς τις καθιερωμένες εκκλησιαστικές διαδικασίες, οι οποίες έχουν κατοχυρωθεί με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων όσο και ως προς την αξιοσύνη των υποψηφίων αρχιερέων, αφού είναι γνωστή η παρατήρηση του I. Χρυσοστόμου, ότι «ο Θεός ου πάντας χειροτονεί, αλλά διά πάντων ενεργεί». H Εκκλησία οφείλει να προτιμά τον καλύτερο από όλους τους «αναξίους» να αναδεχθούν το μέγεθος της πνευματικής ευθύνης, αλλά ο καλύτερος δεν είναι πάντοτε ο «ημέτερος», γι’ αυτό και τα επιχειρήματα όλων των πλευρών υπήρξαν άσχετα προς την κανονική παράδοση και την εκκλησιαστική πράξη αιώνων.

*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 5.1.2002, σ. 13.