Όταν σβήνουν οι προβολείς των επιτροπών

Οι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής αποτελούν σημαντικό μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου. Ιδίως σε υποθέσεις μείζονος ενδιαφέροντος, μπορούν να συμβάλουν στην αναζήτηση της αλήθειας και τυχόν κυβερνητικών ευθυνών. Ασφαλώς, το πάνω χέρι έχει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθώς αυτή διαθέτει και την πλειοψηφία εντός της επιτροπής. Ωστόσο, ο χειρισμός της θέσης αυτής υπεροχής απαιτεί κοινοβουλευτικό ήθος και αίσθηση δημοκρατικής και θεσμικής ευθύνης.

Δυστυχώς, στις δύο πρόσφατες πολύκροτες υποθέσεις των υποκλοπών και του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών, παρά τις πρωθυπουργικές δεσμεύσεις για «άπλετο φως» και «μεγάλους προβολείς», οι βουλευτές της συμπολίτευσης στις αντίστοιχες εξεταστικές επιτροπές, με προεξάρχοντα τον (ίδιο) πρόεδρό τους, ενήργησαν με τρόπο που δεν φανέρωνε ιδιαίτερη ζέση για την αναζήτηση της αλήθειας, ούτε αίσθηση ευθύνης. Στη μεν υπόθεση των υποκλοπών, η πλειοψηφία οχυρώθηκε πίσω από το απόρρητο, ενώ συγχρόνως επεφύλαξε σκαιή συμπεριφορά στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Θα περίμενε κανείς, πάντως, στην επιτροπή των Τεμπών τα πράγματα να ήταν διαφορετικά ενόψει του θανάτου 57 ανθρώπων – κυρίως νέων, που έχασαν τη ζωή τους τόσο άδικα.

Εις μάτην όμως. Εν πρώτοις, απουσίασε στοιχειώδης ευαισθησία από ορισμένα πρόσωπα, και πρωτίστως από ελεγχόμενο πρώην υπουργό, που έκρινε σκόπιμο να υποδείξει στους συγγενείς των θυμάτων πώς να διαχειριστούν τον πόνο τους. Έπειτα, ενώ κλήθηκε σειρά πρώην υπουργών από το βαθύ πολιτικό παρελθόν της χώρας (βλ. κλήση Τ.Μαντέλη), η πλειοψηφία δεν επέτρεψε την εξέταση άλλων κρίσιμων μαρτύρων, που είχαν επισημάνει εγκαίρως τα θέματα ασφαλείας του σιδηροδρόμου και των οποίων την κλήση ζητούσε δικαίως η αντιπολίτευση. Προτού δε φθάσει στη Βουλή τμήμα της δικογραφίας από την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας, που είχε ζητήσει η ίδια η επιτροπή, ο πρόεδρος κήρυξε το πέρας των εργασιών. Έτσι, για ακόμη μια φορά, οι προβολείς έσβησαν βιαστικά· το «άπλετο φως» συρρικνώθηκε μέσα στον χωροχρόνο των πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Τα τελευταία έτη, σε σειρά διεθνών εκθέσεων, όπως και πρόσφατα στο περίφημο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, η χώρα μας επικρίνεται για την κατάσταση του κράτους δικαίου. Και όχι αδίκως. Είναι έκδηλη, σε αρκετές περιπτώσεις, η προσπάθεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας να ελέγξει ή και να αδρανοποιήσει διάφορα θεσμικά αντίβαρα, από τις Ανεξάρτητες Αρχές μέχρι επιτροπές της Βουλής. Και δεν έχει σημασία αν και τι φοβάται κάθε φορά, αλλά αυτό που πράττει τραυματίζοντας τους θεσμούς.  

Το χειρότερο είναι ότι η κυβερνητική διαχείριση σοβαρών υποθέσεων, όπως οι υποκλοπές και τα Τέμπη, επιτείνει το αίσθημα καχυποψίας των πολιτών και ενισχύει τον αντισυστημισμό κάθε απόχρωσης. Αφήνει να πλανώνται στην ατμόσφαιρα κάποια ανεξήγητα γιατί, τα οποία επιτρέπουν σε φήμες, ανεπέρειστες ή βάσιμες, να υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος δικαίου ή και την ίδια την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Στην υπόθεση των Τεμπών, η προσοχή στρέφεται πλέον στις έρευνες της Δικαιοσύνης, που, ιδίως μετά την εμπλοκή του ειδικού εφέτη ανακριτή, φαίνεται να προχωρούν ικανοποιητικά – σε αντίθεση με τη δικαστική διερεύνηση των υποκλοπών. Τον δρόμο της ευσυνείδητης εκπλήρωσης του καθήκοντος δείχνει ήδη το σημαντικό πόρισμα των Ευρωπαίων Εισαγγελέων για τη μη υλοποίηση της διαβόητης «Σύμβασης 717».

Είναι απολύτως κρίσιμο να μη χάσουν οι πολίτες την εμπιστοσύνη τους στη Δικαιοσύνη, ως θεσμό και ως έννοια. Είναι όρος διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης.

[Δημοσιεύτηκε στα Νέα της 28.2.24]