Ντάνιελ Κάνεμαν: Ένας σπουδαίος ψυχολόγος

– Από κοινού με τον Αλέξη Αρβανίτη, Επίκ. Καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Όταν κανείς σκέφτεται τον Daniel Kahneman, που απεβίωσε στις 27 Μαρτίου 2024, δεν σκέφτεται απαραίτητα την ψυχολογία. Άλλωστε, η πιο σημαντική του διάκριση ήταν η βράβευσή του με το Νομπέλ Οικονομικών το 2002. Ο ίδιος, ωστόσο, ήταν ψυχολόγος. Ποτέ δεν σπούδασε ή ασχολήθηκε σε βάθος με τα οικονομικά, παρά μόνον όπου υπήρχε πεδίο επαφής με εφαρμογές της ψυχολογικής του έρευνας. 

Στην πρώτη συνάντησή του με τον Amos Tversky, καθηγητή ψυχολογίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, η διαφωνία, που ίσως γέννησε μια από τις παραγωγικότερες συνεργασίες στο πεδίο της ψυχολογίας του 20ού αιώνα, αφορούσε το κατά πόσο οι άνθρωποι καταλήγουν σε ορθά στατιστικά συμπεράσματα στηριζόμενοι στη διαίσθησή τους. Η στατιστική είναι αναπόσπαστο μέρος της ψυχολογίας και μια θεμελιώδης αρχή είναι ότι ένα μεγάλο στατιστικό δείγμα προσφέρεται περισσότερο από ένα μικρό στατιστικό δείγμα, ώστε να αντληθούν ορθά συμπεράσματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά (“νόμος των μεγάλων αριθμών”). Σύντομα, η συνεργασία τους καρποφόρησε με την πρώτη τους από κοινού δημοσίευση στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Psychological Bulletin, το 1971, που αφορούσε την εσφαλμένη πίστη των ανθρώπων στο “νόμο των μικρών αριθμών”, δηλαδή στη λανθασμένη εμπιστοσύνη που δείχνουν στα μικρά στατιστικά δείγματα, ακόμη κι αν πρόκειται για επιστήμονες ψυχολόγους. 

Δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Συνέχισαν να κατασκευάζουν γρίφους, που δοκίμαζαν τα όρια της αντοχής της στατιστικής σκέψης και κατ επέκταση της λογικής σκέψης των ανθρώπων. Κατέληξαν σε μια σειρά από μεροληψίες που εμποδίζουν τους ανθρώπους από το να λαμβάνουν σωστές αποφάσεις. Προσοχή: δεν έδειξαν ότι οι άνθρωποι γενικώς υποπίπτουν σε σφάλματα ή ότι είναι γενικώς αναξιόπιστοι. Κατέδειξαν ότι αυτά τα σφάλματα είναι συστηματικά και, άρα, ίσως υπό όρους μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς. Η συνεργασία τους κατέληξε σε μια σειρά δημοσιεύσεων στα κορυφαία περιοδικά ψυχολογίας. Ορόσημο υπήρξε, ωστόσο, η δημοσίευση σε ένα κατεξοχήν οικονομικό επιστημονικό περιοδικό, το Econometrica: εκεί παρουσίασαν τη ρηξικέλευθη θεωρία της προοπτικής (prospect theory), που ήρθε να αμφισβητήσει το οικονομικό υπόδειγμα της ορθολογικής συμπεριφοράς. Αυτή η δημοσίευση άνοιξε τις πύλες σε ένα τελείως διαφορετικό επιστημονικό πεδίο, με ένα τρόπο που, ενώ αμφισβητούσε βασικές αρχές του ορθολογικού υποδείγματος, ταυτόχρονα έδινε τη δυνατότητα ενσωμάτωσης αυτής της αμφισβήτησης στο εν λόγω υπόδειγμα. Όταν αρκετά αργότερα η σχέση μεταξύ Tversky και Kahneman γνώρισε τριβές, ο Kahneman συνεργάστηκε με οικονομολόγους όπως o Richard Thaler, ο οποίος επίσης έλαβε Νομπέλ Οικονομικών το 2017. 

Ιδιαίτερη απήχηση στο ευρύτερο κοινό απέκτησε με το βιβλίο του «Σκέψη αργή και γρήγορη» όπου συνοψίζει βασικά ευρήματα της εργασίας του με τον Tversky με ένα εύληπτο, εκλαϊκευτικό τρόπο. Στο βιβλίο εξηγεί ότι άλλοτε σκεφτόμαστε γρήγορα και διαισθητικά (Σύστημα 1) και άλλοτε αργά και πιο λογικά (Σύστημα 2), αν και το μεγάλο μέρος της εργασίας του αφορά τη γρήγορη και διαισθητική σκέψη. Το σχήμα του Kahneman με τα δύο “λειτουργικά Συστήματα” που διαθέτει κάθε άνθρωπος είναι ιδιαίτερα γοητευτικό και φανερώνει και το αφηγηματικό του χάρισμα. Το Σύστημα 1 σκέπτεται και δρα γρήγορα, αυτόματα, συναισθηματικά, διαισθητικά και, όπως είναι φυσικό, χαρακτηρίζεται από περιορισμένη ικανότητα για αυτοέλεγχο. Από την άλλη, το Σύστημα 2 είναι αργό αλλά και ράθυμο (θέλει δηλ. τον χρόνο του για να αντιδράσει), υπολογιστικό, στοχαστικό, εν τέλει δηλ. περισσότερο λογικό, διακρίνεται δε για την ικανότητά του για αυτοέλεγχο, περίπλοκους υπολογισμούς, καταβολή έντονης νοητικής προσπάθειας και συγκέντρωση της προσοχής (διά της αποφυγής νοητικών περισπασμών). Μολονότι και το δεύτερο αυτό Σύστημα είναι επιρρεπές σε λάθη και δυσλειτουργίες, το πρώτο είναι εκείνο που κατεξοχήν συνδέεται με ανορθολογικές επιλογές.

Στη βάση της εργασίας του με τον Tversky και της μετέπειτα συνεργασίας του με οικονομολόγους, ο Kahneman είχε καταλυτική επίδραση στο πεδίο που ονομάζουμε «συμπεριφορικά οικονομικά». Τα συμπεριφορικά οικονομικά δεν αμφισβητούν τον πυρήνα της θεωρίας περί ορθολογικής επιλογής και προφανώς δεν υποστηρίζουν ότι δρούμε ανορθολογικά σε κάθε συναλλακτική ή άλλη δραστηριότητά μας. Αυτό που καταδεικνύουν, επί τη βάσει σειράς πειραματικών και εμπειρικών ερευνών, είναι ότι σε ποικίλες δραστηριότητές μας εμφανίζονται συστηματικά κάποιες κρίσιμες συμπεριφορικές αποκλίσεις από το ορθολογικό υπόδειγμα, που δεν μπορεί να αφήνουν αδιάφορη την επιστήμη – την οικονομική, την ψυχολογική, αλλά και τη νομική.Τα συμπεριφορικά οικονομικά φωτίζουν στον homo oeconomicus περισσότερο τη διάσταση του homo. Εξάλλου, και στον ίδιο τον ενθουσιώδη λυρικό έπαινο για τη λογική και τις ικανότητες του ανθρώπου που υφαίνει ο Hamlet («Τι αριστούργημα είναι ο άνθρωπος! Πόσο δυνατός σε λογική! Πόσο πλούσιος σε ικανότητες!»), αντηχεί στο έργο του Shakespeare, αντιστικτικά σχεδόν, η παιγνιώδης διάθεση του Puck από το «Όνειρο θερινής νυκτός», ο οποίος διακωμωδεί την, τραγική ενίοτε, ευήθεια των θνητών («Θεέ μου, πόσο ανόητοι μπορεί να είναι αυτοί οι θνητοί!»).

Δεν είναι τυχαίο ότι κλείνουμε αυτό το άρθρο με σκέψεις για την ίδια την ανθρώπινη φύση. Η επιστημονική οξυδέρκεια και η τόλμη του Kahneman να υπερβεί επιστημονικά στεγανά αφενός και η έμφυτη περιέργεια του και η φιλία του με τον Amos Tversky αφετέρου, παρήγαγαν μια μοναδική επιστημονική διαδρομή. Τη διαδρομή ενός επιστήμονα που έχει ασκήσει τεράστια επίδραση στην ιστορία της ψυχολογίας, αλλά και εν γένει στην ιστορία των κοινωνικών επιστημών, ιδίως σε σχέση με την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης.

[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 29.3.2024]