Η πολιτική είναι για να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων

«Η ισότητα στον γάμο υπήρξε μια από τις πιο σκληρές μάχες… Αλλά δεν μετανιώνω καθόλου, αποτελεί μία από τις πιο περήφανες στιγμές της πρωθυπουργίας μου.» Αυτά αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ο πρώην βρετανός συντηρητικός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον για την απόφασή του να προχωρήσει, το 2013, στην καθιέρωση του γάμου μεταξύ ομοφύλων, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις από το εσωτερικό των Τόρις και την εκκλησία. Όταν, κάποια στιγμή αργότερα, ένας υπάλληλος του πρωθυπουργικού επιτελείου τού είπε ότι χάρη σ’ εκείνον μπορούσε πλέον να συνάψει γάμο με τον σύντροφό του, ο Κάμερον ένιωσε ευτυχής για αυτήν την ωραία δύναμη της πολιτικής να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων προς το καλύτερο.

Και είχε απόλυτο δίκιο. Αυτά που μένουν στην πολιτική είναι οι μεγάλες αλλαγές, ιδίως στο ευαίσθητο πεδίο των δικαιωμάτων. Ας θυμηθούμε για τη χώρα μας μόνον τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις των ετών 1982-1983 στον χώρο του οικογενειακού δικαίου: από την κατοχύρωση της ισονομίας ανδρών και γυναικών μέχρι την καθιέρωση του πολιτικού γάμου και τη φιλελευθεροποίηση του δικαίου του διαζυγίου.  Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν έχασε το momentum αμέσως μετά τον εκλογικό θρίαμβο του 1981.

Ερχόμενοι στο σήμερα, παρατηρούμε ότι στο ζήτημα του γάμου μεταξύ ομοφύλων επικρατεί μία έκδηλη κυβερνητική αμφιθυμία. Ο Πρωθυπουργός έχει διακηρύξει τελευταία επανειλημμένα την πρόθεσή του να φέρει σχετικό νομοσχέδιο. Στο εσωτερικό, όμως, του κυβερνώντος κόμματος εκδηλώνονται ήδη έντονες αντιδράσεις, ακόμη δε και από τον αρμόδιο για το κοινοβουλευτικό έργο Υπουργό Επικρατείας. Αν και εφόσον έρθει τελικά το εν λόγω νομοσχέδιο στη Βουλή, ο Πρωθυπουργός μπορεί να μη θέσει ζήτημα κομματικής πειθαρχίας και να αφήσει τους βουλευτές της ΝΔ να ψηφίσουν κατά συνείδηση (βλ. και άρ. 60 παρ. 1 Σ.). Σε επίπεδο Υπουργών, ωστόσο, τα πράγματα διαφέρουν: κατά τη συνταγματική τάξη (βλ. άρ. 82 και 85 Σ.), η Κυβέρνηση είναι συλλογικό όργανο που καθορίζει τη γενική πολιτική της χώρας και λαμβάνει τις αποφάσεις της συλλογικά, τα δε Μέλη της (και οι Υφυπουργοί) είναι συλλογικά υπεύθυνα για τη χαρασσόμενη γενική πολιτική. Η πολιτική δε αυτή καλύπτει, αναμφίβολα, κάθε μείζον ζήτημα, όπως ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, τυχόν διαφωνία ενός Υπουργού επί μιας συλλογικής κυβερνητικής αποφάσεως και δη σε μείζον ζήτημα, κατόπιν δε σχετικής πρωτοβουλίας του Πρωθυπουργού, τον οδηγεί αναπόφευκτα εκτός Κυβερνήσεως, ανεξάρτητα από την επιβολή κομματικής πειθαρχίας. Εξάλλου, υπάρχει το πρόσφατο προηγούμενο της παραίτησης του Π.Καμμένου από τη θέση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Ο Πρωθυπουργός, παρά την πρόσφατη άνετη εκλογική επικράτηση της ΝΔ και την Έκθεση για την «Εθνική Στρατηγική για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+» που έχει στα χέρια του ήδη από το 2021 και η οποία ανοίγει τον δρόμο για τη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφύλων, φαίνεται ότι αμφιταλαντεύεται. Όσο όμως καθυστερεί, τόσο επιτρέπει στη δεξιά πτέρυγα του κόμματός του να καταλαμβάνει χώρο στη δημόσια σφαίρα και να προετοιμάζεται για μία βαθιά πολιτική σύγκρουση.

Οι κοινωνικές συνθήκες, ωστόσο, έχουν ωριμάσει για την εισαγωγή του πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφύλων στη χώρα μας. Είναι η ώρα των τολμηρών πολιτικών αποφάσεων και της κατάθεσης φιλελεύθερων διαπιστευτηρίων στην πράξη. Τουλάχιστον για όσους πολιτικούς ενδιαφέρονται πραγματικά να αφήσουν μία φιλελεύθερη παρακαταθήκη, που θα αλλάξει τις ζωές ανθρώπων.

[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 28.11.23]