Η αλεπού και ο σκαντζόχοιρος στην πολιτική

Τι συμβαίνει όταν στην πολιτική επικρατούν οι τακτικισμοί για τους τακτικισμούς; Όταν χάνεται ο γενικός προσανατολισμός; Όταν απαξιώνονται πλήρως σκοποί και αξίες; Όταν οι πολιτικοί ξεχνούν γιατί κάνουν πολιτική; Όταν λησμονούν ότι, κατά την αριστοτέλεια λογική, ο πολιτικός ασκεί πολιτική προς όφελος των άλλων (προς έτερον), και όχι προς ίδιο όφελος;

Ας ξεκινήσουμε από ένα πρόσφατο παράδειγμα: από την πολιτική αποδρομή του βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, η οποία και φανερώνει πολλά. Κατ’ αρχάς, επιβεβαιώνει την περίφημη ρήση του Αβραάμ Λίνκολν ότι «μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό». Ο Τζόνσον επιχείρησε συστηματικά το τελευταίο και τελικά είδε την πόρτα της εξόδου. Ανήκει σε μία νεώτερη κακομαθημένη γενιά των Τόρις, στην οποία το κυνήγι της εξουσίας έχει γίνει αυτοσκοπός και η πολιτική ανευθυνότητα και ο καιροσκοπισμός κυριαρχούν. Για τη γενιά αυτή φαίνεται ότι ο πολιτικός νομιμοποιείται να «παίζει πολιτική» στην πλάτη των πολιτών. Πρόκειται όμως για ένα «παιχνίδι» με πραγματικές συνέπειες στις ζωές των ανθρώπων.

Ο Τζόνσον στήριξε την πολιτική του σταδιοδρομία σε μία πολύ συνειδητή μορφή λαϊκισμού. Σ’ αυτό τουλάχιστον υπήρξε συνεπής. Και όταν τον επέλεγαν οι Τόρις για αρχηγό του κόμματος και πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, ήξεραν πολύ καλά τι είδους πολιτικό επέλεγαν. Ήδη ως δημοσιογράφος-ανταποκριτής εκ Βρυξελλών είχε διαπρέψει στην κατασκευή και παρουσίαση ψευδών ειδήσεων και, εν συνεχεία, στον χώρο της πολιτικής ανήγαγε τον λαϊκισμό και το συστηματικό ψευδός σε υψηλή τέχνη. Η δαιμονοποίηση των Βρυξελλών για τα δεινά του βρετανικού έθνους –που είχε, πάντως, καλλιεργηθεί ήδη από τα χρόνια της Θάτσερ– και η υπόσχεση για μία γη της επαγγελίας την επαύριο του Brexit έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάρρησή του στο πρωθυπουργικό αξίωμα και στον εκλογικό θρίαμβο του Δεκεμβρίου του 2019. Μόνο που κάποια στιγμή ήρθε ο λογαριασμός: η αμετροέπεια, η αλαζονεία και, εν τέλει, η ύβρις τον οδήγησαν στην παραίτηση. Και δεν τον έσωσε τότε ούτε το (πανθομολογούμενο) επικοινωνιακό χάρισμά του.

Ο Τζόνσον δεν είναι όμως ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος πολιτικός που ακολουθεί το μονοπάτι του αχαλίνωτου πολιτικού λαϊκισμού και της προκλητικής αδιαφορίας για το κοινό καλό. Και δεν είναι μόνον αρκετοί σύγχρονοί του πολιτικοί που εφαρμόζουν την ίδια συνταγή – βλ. τον Τραμπ στις ΗΠΑ. Μολονότι τείνουμε ενίοτε να το ξεχνάμε, το φαινόμενο που στην εποχή μας ονομάζουμε πολιτικό λαϊκισμό έχει μακρά ιστορία και παλαιούς γνωστούς εκπροσώπους, ήδη τουλάχιστον από τα χρόνια της αρχαίας Αθήνας και της Ρώμης. Συνυφαίνεται στενά με την ανάγκη κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας με κάθε κόστος.

Εγγενές στοιχείο του πολιτικού λαϊκισμού είναι ο απόλυτος πολιτικός κυνισμός, η λογική του όλα λέγονται και γίνονται (anything goes) για την πολιτική επιβίωση και την εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, ιδίως ο τακτικισμός και η εφήμερη εντυπωσιοθηρία θριαμβεύουν επί του πολιτικού οράματος και της κατάλειψης παρακαταθήκης (legacy) για μία κοινωνία και τις μελλοντικές γενιές. Η εξουσία και η πολιτική επιβίωση τρέπονται σε απόλυτο αυτοσκοπό και, από εκεί και πέρα, γαία πυρί μιχθήτω.

Βεβαίως, η πολιτική δεν είναι ένας κόσμος όμορφος κι αγγελικά πλασμένος. Έχει κυνισμό, ωμότητα, συγκρούσεις, τήρηση δύσκολων ισορροπιών και πολλά άλλα. Ακόμη και το ευγενέστερο πολιτικό όραμα θα πρέπει να υποταχθεί στους πολιτικούς συσχετισμούς της στιγμής και να συνδυαστεί με την πολιτική επιβίωση. Ένα όραμα, το οποιοδήποτε όραμα, προϋποθέτει ικανότητα για πολιτική επιβίωση, αλλιώς τα πάντα καταρρέουν. Και εδώ αναδεικνύεται η κομβική ανάγκη για αναζήτηση του βέλτιστου σημείου ισορροπίας, δηλαδή της σωστής αναλογίας ανάμεσα στον πολιτικό τακτικισμό-κυνισμό, που διασφαλίζει την παραμονή στην εξουσία, και την υπηρέτηση ενός ευρύτερου πολιτικού οράματος, που μπορεί να αφήσει θετικό αντίκτυπο για τις επόμενες γενιές.

Για να το θέσω λίγο διαφορετικά: Ένας πολιτικός πρέπει να μπορεί να κινηθεί συγχρόνως και σαν αλεπού και σαν σκαντζόχοιρος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προσέγγιση του Αμερικανού καθηγητή ιστορίας και διεθνών σχέσεων J.L.Gaddis (On Grand Strategy, εκδ. Penguin, 2019), ο πολιτικός πρέπει να διαθέτει την ικανότητα τόσο για κρίσιμους τακτικούς ελιγμούς και αποφάσεις της στιγμής (ιδιότητα της αλεπούς) όσο και για χάραξη και υπηρέτηση μιας μακροπρόθεσμης γενικής στρατηγικής (ιδιότητα του σκαντζόχοιρου). Η ευμνημόνευτη αυτή διάκριση μεταξύ των δύο συμπαθών εκπροσώπων του ζωικού βασιλείου ανάγεται, κατά βάσιν, στον Isaiah Berlin, ο οποίος, εμπνεόμενος από μία φράση του Αρχίλοχου («η αλεπού γνωρίζει πολλά πράγματα, αλλά ο σκαντζόχοιρος γνωρίζει ένα μεγάλο πράγμα»), διαιρούσε τους στοχαστές σε δύο κατηγορίες: στις αλεπούδες, οι οποίες επιδιώκουν πολλούς επιμέρους στόχους, συχνά μη σχετιζόμενους μεταξύ τους ή ακόμη και αντιφατικούς, και στους σκαντζόχοιρους, οι οποίοι ανάγουν πάντοτε κάθε σκέψη και δράση τους σε μία μοναδική αρχή και συσχετίζουν τα πάντα με την επίτευξη ενός κεντρικού οράματος ή στόχου (βλ. και παλαιότερα Θ.Γιαλκέτση, Αϊζάια Μπερλίν, Ένας στοχαστής της ελευθερίας, εφημ. Ελευθεροτυπία της 17.4.1997).

Το ιδανικό, λοιπόν, για έναν πολιτικό και ιδίως έναν ηγέτη είναι να διατηρεί τη γενική αίσθηση προσανατολισμού του σκαντζόχοιρου, να έχει δηλαδή γενικό σχέδιο που να λειτουργεί σαν διαρκής πυξίδα της πορείας του, και παράλληλα να διατηρεί την ευαισθησία και προσαρμοστικότητα της αλεπούς στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Να μπορεί, συναφώς, να υποτάσσει τις φιλοδοξίες και το γενικό όραμα που θέλει να υπηρετήσει στα διαθέσιμα κάθε φορά μέσα και δυνάμεις, αλλά και να μην εγκαταλείπει συγχρόνως το όραμά του.

Αν ο πολιτικός είναι μόνο αλεπού ή μόνο σκαντζόχοιρος, κάποια μορφή αποτυχίας τον περιμένει στη γωνία της ιστορίας. Πόσοι, άλλωστε, πολιτικοί και ιδίως ηγέτες δεν έχουν πιει το πικρό αυτό ποτήρι. Είναι εντελώς χαρακτηριστική εδώ η σχετική γλαφυρή «ομολογία» που βάζει στο στόμα του Καίσαρα Αύγουστου ο μεγάλος συγγραφέας John Williams (στο υπέροχο ομώνυμο βιβλίο του «Αύγουστος» – εκδ. Gutenberg 2017, μτφ. Μ.Αγγελίδου, σελ. 467): «Δεν αποφάσισα […] ν’ αλλάξω τον κόσμο από τον εύκολο ιδεαλισμό και την αυτάρεσκη πίστη στη δικαιοσύνη, που είναι πάντα οι προάγγελοι της αποτυχίας […]. …ήταν περισσότερο ένστικτο παρά γνώση αυτό που με βοήθησε να καταλάβω πως, αν είναι η μοίρα κάποιου ν’ αλλάξει τον κόσμο, υποχρέωσή του είναι πρώτα ν’ αλλάξει τον εαυτό του. Αν θέλει να υπακούσει στη μοίρα του, πρέπει πρώτα να βρει ή να επινοήσει μέσα του ένα σκληρό και κρυφό κομμάτι, που θ’ αδιαφορεί για τον ίδιο, για τους άλλους…».  

Ούτε λόγος: η εύρεση της σωστής αναλογίας ή, καλύτερα, δοσολογίας μεταξύ αλεπούς και σκαντζόχοιρου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όσο περισσότερο αυξάνει το στοιχείο του πολιτικού τακτικισμού-κυνισμού, τόσο ευκολότερα ξεχνιέται μελλοντικά ο πολιτικός, δεν αφήνει κληρονομιά να τον θυμούνται οι επόμενες γενιές – ή τον θυμούνται, εν τέλει, για τον οπορτουνισμό του και τα δεινά που αυτός επέφερε σε έναν λαό. Από την άλλη μεριά, όσο περισσότερο αυξάνει η οραματική διάθεση-διάσταση, γράφεται μεν ορισμένες φορές ιστορία, αλλά ταυτόχρονα ο ηγέτης κινδυνεύει να χάσει ευκολότερα την εξουσία, ιδίως όταν παραβλέπει τους όρους της πολιτικής του επιβίωσης.

Όσοι πολιτικοί μπορούν να βρουν το ιδανικό σημείο ισορροπίας μένουν συνήθως στην ιστορία. Και η δυνατότητα εύρεσης αυτού του ιδανικού σημείου ξεχωρίζει τελικά τον απλό, αναλώσιμο πολιτικό από τον ηγέτη που συνομιλεί με την ιστορία και γράφει ιστορία. Για τη χώρα μας αρκεί να θυμηθεί κανείς εδώ τα παραδείγματα του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ διεθνώς, στη σύγχρονη εποχή, δεσπόζει αναμφίβολα η περίπτωση του Αβραάμ Λίνκολν. Περιπτώσεις σαν του Μπόρις Τζόνσον και άλλων διαττουσών αλεπούδων της πολιτικής είτε λησμονούνται εύκολα με τον χρόνο είτε μένουν στη συλλογική μνήμη κυρίως για το κακό που προκάλεσαν.

[Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice στις 02.08.2022]