Η πυριτιδαποθήκη των «κόκκινων» δανείων

 (από κοινού με τον Σωτ. Γεωργανά)  

Ο τραπεζικός δανεισμός βαρύνει περίπου τον μισό εργαζόμενο πληθυσμό της Ελλάδoς. Σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις, τα μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά δάνεια –τα επονομαζόμενα και «κόκκινα»– ανέρχονται αυτή τη στιγμή στο 35%, ήτοι σε 75 δισ. ευρώ (σχετ. «Καθημερινή», 22.1.14 και 2.3.14). Οι προβολές δείχνουν ότι μέχρι τα τέλη του 2014 ενδεχομένως θα ξεπεράσουν τα 85 δισ. ευρώ (40% του συνόλου των δανείων), ενώ από το μέσον περίπου του 2015 αναμένεται μία σταδιακή αποκλιμάκωση.

Η εικόνα αυτή ασφαλώς δεν είναι ενθαρρυντική. Πολλοί δανειολήπτες δεν αντέχουν άλλο την πίεση των οφειλών και εγκαταλείπουν την προσπάθεια τήρησης των δανειακών τους υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα η τρύπα των κόκκινων δανείων να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Είναι αλήθεια δε ότι τα περισσότερα από τα μη εξυπηρετούμενα σήμερα δάνεια δόθηκαν μετά την είσοδό μας στην ΟΝΕ, μία περίοδο κατά την οποία τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, λόγω της σύγκλισης με τα ευρωπαϊκά αλλά και της υπέρμετρης διεθνούς ρευστότητας, εξασφάλιζαν μια πρωτόγνωρη –για τα ελληνικά δεδομένα– ευκολία πρόσβασης σε φθηνό χρήμα. Τράπεζες και δανειολήπτες χόρεψαν μαζί ένα τάνγκο ανεμελιάς και απληστίας. Η αφειδής χορήγηση δανείων βαρύνει σαφώς και τους δύο χορευτές, άλλοτε ισομερώς άλλοτε όχι· φαίνεται, πάντως, ότι αμφότεροι είχαν πιστέψει ότι τα ατομικά εισοδήματα, οι τιμές των ακινήτων και εν γένει η ελληνική οικονομία δεν κινδύνευαν από κάποια σοβαρή πτώση ή ύφεση.

Η εντυπωσιακή διάψευση των προσδοκιών αυτών δημιουργεί πλέον ένα σοβαρότατο πρόβλημα. Ορισμένοι δανειολήπτες έχουν πειστικά επιχειρήματα να αξιώνουν από τις τράπεζες να αναλάβουν και εκείνες ένα τμήμα του κινδύνου της μεταβολής των συνθηκών· τούτο ισχύει κυρίως για κάποια καταναλωτικά δάνεια που χορηγήθηκαν αφειδώς και κατά τρόπο «μη υπεύθυνο» από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και για ορισμένες κατηγορίες επιχειρηματικών δανείων που είχαν συνδεθεί –εν γνώσει της δανειοδότριας τράπεζας– με συγκεκριμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι οποίες δέχθηκαν καίριο πλήγμα από την εγχώρια οικονομική κρίση (όπως λ.χ. η κτηματαγορά).

Πέρα όμως από τις περιπτώσεις πραγματικής αδυναμίας όπου πρέπει κατ’ αρχήν να ελαφρύνεται η θέση του δανειολήπτη, μία γενικότερη διαγραφή δανειακών χρεών, μία μορφή «σεισάχθειας», είτε μέσω της δικαστικής οδού είτε με κεντρική νομοθετική παρέμβαση, θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.

 Εν πρώτοις, θα αύξανε άμεσα τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (μέσω ΤΧΣ), με συνέπεια την επιβάρυνση της χώρας με πρόσθετες δανειακές οφειλές. Ακόμα και αν βρούμε πρόθυμους προς τούτο δανειστές, γεννάται εδώ ένα κρίσιμο ερώτημα: θέλουμε πράγματι να μετακυλίσουμε στο σύνολο των ελλήνων φορολογουμένων, αλλά και των επομένων γενεών, την ασυνέπεια ενός τμήματος των δανειοληπτών; Θέλουμε να πληρώσουν τα κόκκινα δάνεια οι συνεπείς δανειολήπτες ή ακόμη και εκείνοι οι πολίτες που δεν έχουν δανειστεί ποτέ στη ζωή τους; Να πληρώσουν τη νύφη και πάλι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι μέσω μιας νέας μείωσης μισθών και συντάξεων; Μήπως, περαιτέρω, είμαστε πρόθυμοι να δεχθούμε ένα «κούρεμα» στις τραπεζικές καταθέσεις όλων μας, προκειμένου να καλυφθούν οι τρύπες από μία διαγραφή δανειακών επισφαλειών; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να τεθούν ανοιχτά στον δημόσιο διάλογο· η κοινωνία η ίδια πρέπει να δώσει τις απαντήσεις: επιθυμεί εν τέλει μία κοινωνικοποίηση περαιτέρω δανειακών επισφαλειών, περισσότερων δηλαδή από αυτές που ήδη καλύπτει;

Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να ληφθεί υπόψη το σοβαρότερο ίσως επιχείρημα εναντίον μιας αβασάνιστης, γενικής διαγραφής χρεών: ο περίφημος «ηθικός κίνδυνος» (moral hazard) που συνδέεται με μία τέτοια ενέργεια ευθείας υπονόμευσης της αρχής της πιστής τήρησης των συμφωνιών (pacta sunt servanda). Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον κίνδυνο διαφθοράς των οφειλετών, οι οποίοι θα αναλαμβάνουν ευκολότερα συμβατικές υποχρεώσεις, εφόσον γνωρίζουν ότι μπορούν να απαλλαγούν από αυτές σε περίπτωση που η παροχή τους καταστεί απλώς επαχθέστερη. Οι δε τράπεζες, από την πλευρά τους, ορθολογικά σκεπτόμενες και αναμένοντας τον ηθικό κίνδυνο, θα εμφανίζονται όλο και πιο απρόθυμες να προχωρήσουν στη χορήγηση νέων δανείων. Όπως μία έξυπνη ασφαλιστική εταιρεία δεν θα πωλούσε ασφάλεια πυρός σε ένα εστιατόριο του Δον Κορλεόνε, έτσι και οι τράπεζες δεν θα έδιναν καθόλου δάνεια αν ακόμη και ο πιο ανεύθυνος δανειζόμενος είχε πρόσβαση σε ενα δικαστικό σύστημα που ακυρώνει τα χρέη με την πρώτη δυσχέρεια εκπλήρωσης.

 Δυστυχώς σε κάποιες περιπτώσεις τα ελληνικά δικαστήρια φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα αυτού του επιχειρήματος. Την ώρα δε που η ελληνική οικονομία υποφέρει από καταστροφική έλλειψη ρευστότητας (ίσως το βασικότερο αίτιο της σημερινής ύφεσης), η άκριτη ενίοτε δικαστική διαγραφή χρεών οδηγεί τις τράπεζες σε ακόμη αυστηρότερη περικοπή του δανεισμού και περαιτέρω στραγγαλισμό της αγοράς, ο οποίος και πλήττει σοβαρότατα κάθε πολίτη της χώρας, δανειζόμενο ή μη.

Τέλος, ο ηθικός κίνδυνος έχει και μία ακόμη διάσταση: Εν γένει, οι αστοχίες στις συναλλακτικές μας αποφάσεις συνδέονται με ένα σημαντικό, παράπλευρο όφελος, εκείνο του «μαθήματος μέσα από το πάθημα», το οποίο όμως χάνεται, όταν το κράτος επεμβαίνει πατερναλιστικά, για να διορθώσει μία άστοχη επιλογή μας. Τέτοιου είδους μαθησιακές εμπειρίες, μέσω των οποίων μαθαίνουμε να υφιστάμεθα τις συνέπειες των εσφαλμένων επιλογών μας και να μη τις μετακυλίουμε στο κράτος και το κοινωνικό σύνολο, μας καθιστούν πιο υπεύθυνους πολίτες και πιο συνετούς συναλλασσομένους (στον βαθμό βεβαίως που τα εν λόγω μεμονωμένα σφάλματα δεν έχουν καταστροφικές συνέπειες για την περιουσιακή μας σφαίρα)· εν τέλει, πατάμε σταθερότερα στο έδαφος, ζυγίζοντας προσεκτικά τις αποφάσεις που καθημερινά λαμβάνουμε, από τις πιο απλές καταναλωτικές μέχρι την ψήφο μας. Αντιθέτως, ένας διαρκώς κηδεμονευόμενος πολίτης, τον οποίο προστατεύει σε κάθε του βήμα ένα κράτος-πανόπτης, μετατρέπεται τελικά σε ένα άβουλο, ανελεύθερο όργανο, εκτεθειμένο στις εκάστοτε ορέξεις του προστάτη-κηδεμόνα του, που μπορεί κάποια στιγμή να του υποδείξει ακόμη και πώς να ψηφίζει, προκειμένου να τον προστατεύσει από την τάχα «ανώριμη» κρίση του. Προφανώς δεν μπορεί αυτό να είναι το ιδανικό μας σε μία σύγχρονη, ανοιχτή κοινωνία.              

*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή (Οικονομική) της 13.4.2014, σ. 6.