Νομπέλ οικονομικών 2017: η ανάδειξη του homo στον homo oeconomicus

Σκεφτείτε έναν θεατρόφιλο που αγοράζει ένα εισιτήριο των 40 ευρώ για μία παράσταση· αργότερα, τον πλησιάζει κάποιος και του προσφέρει 70, ακόμη και 100 ευρώ για να του αποσπάσει το εισιτήριο, αλλά ο καλός μας φίλος αρνείται να το πωλήσει, την ίδια στιγμή όμως που δεν θα ξόδευε ένα τέτοιο ποσό (λ.χ. 70, 100 ευρώ) για να αποκτήσει το ίδιο εισιτήριο. Το φαινόμενο αυτό ίσως μας παραξενεύει, όχι όμως την επιστήμη των συμπεριφορικών οικονομικών (behavioral economics): ο θεατρόφιλος τελεί εδώ υπό την επιρροή που του ασκεί το λεγόμενο αίσθημα προσνομής ή κτητικότητας (endowment effect) που έχει αναπτύξει με το εισιτήριο. Συχνά, δηλαδή, αξιολογούμε ένα αγαθό που ήδη μας ανήκει πολύ υψηλότερα από ένα όμοιό του που δεν μας ανήκει και το οποίο θα αποκτούσαμε τώρα το πρώτον· ειδικότερα, η τιμή πώλησης που θέτουμε για αυτό είναι συχνά σημαντικά υψηλότερη από την τιμή αγοράς που θα θέταμε για το ίδιο αγαθό εάν το αποκτούσαμε τώρα· έτσι, δημιουργείται μία (ανορθολογική) ασυμμετρία ανάμεσα στην τιμή πώλησης και την τιμή αγοράς ενός και του αυτού αγαθού.

Και τα «παράδοξα» συνεχίζονται: Εάν μας δοθεί η δυνατότητα να επιλέξουμε μεταξύ 50 ευρώ καταβλητέων σήμερα ή 100 ευρώ καταβλητέων σε ένα έτος από τώρα, οι περισσότεροι θα επιλέξουμε τα 50 ευρώ τώρα, ακολουθώντας τον θυμόσοφο λαό: «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι». Εάν όμως μας δοθεί η δυνατότητα επιλογής μεταξύ 50 ευρώ σε πέντε έτη από τώρα ή 100 ευρώ σε έξι έτη από τώρα, σχεδόν όλοι θα επιλέξουμε τα 100 ευρώ σε έξι έτη, μολονότι πρόκειται για μία επιλογή που ο μελλοντικός μας εαυτός, ύστερα από πέντε έτη, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έκανε (εάν δηλαδή αποφάσιζε τότε το πρώτον και με απομένοντα χρονικό ορίζοντα το ένα έτος). Οι έρευνες των συμπεριφορικών οικονομικών πιστοποιούν γενικότερα ότι λαμβάνουμε συχνά αποφάσεις που ο μελλοντικός μας εαυτός δεν θα ελάμβανε (όπως λ.χ. όταν δανειζόμαστε υπέρμετρα). Το πρόβλημα αυτό των «πολλαπλών εαυτών» (multiple-selves problem) ήταν πάντως ήδη γνωστό στον Οδυσσέα, ο οποίος σωφρονών, ενώπιον του επικίνδυνου περάσματος από τις Σειρήνες, έδωσε στο πλήρωμά του οδηγίες προδέσμευσης του μελλοντικού «ανορθολογικού» εαυτού του, προς προστασίαν του ιδίου αλλά και των συνοδοιπόρων του.

Περαιτέρω, πάντοτε σύμφωνα με τα πορίσματα των συμπεριφορικών οικονομικών, συχνά υποτιμούμε τους (πραγματικούς) κινδύνους που συνδέονται με ορισμένες δραστηριότητές μας, ενώ αντιστρόφως υπερεκτιμούμε τις ικανότητές μας (overconfidence bias), συναφώς δε αδυνατούμε να εκτιμήσουμε σωστά τις πιθανότητες που σχετίζονται με μία δραστηριότητά μας. Έτσι, λ.χ., ένεκα κάποιου πρόσφατου αεροπορικού δυστυχήματος, που απασχολεί έντονα την επικαιρότητα, υπερεκτιμούμε τις πιθανότητες θανάτου από αεροπορικό δυστύχημα (salience effect) έναντι των πολύ υψηλότερων πιθανοτήτων που συνέχονται με την αυτοκίνηση, τις οποίες και συστηματικά υποτιμούμε – με τα γνωστά αποτελέσματα, ιδίως στη χώρα μας.

Το φετινό Νομπέλ οικονομικών απονεμήθηκε σε έναν βασικό θεωρητικό των συμπεριφορικών οικονομικών, τον Richard Thaler (Ρίτσαρντ Θέηλερ), καθηγητή οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Είναι το δεύτερο κατά σειρά που αφορά τον χώρο, μετά τη βράβευση του Daniel Kahneman (Ντάνιελ Κάνεμαν) το 2002. Τα συμπεριφορικά οικονομικά μάς μαθαίνουν πολλά και σημαντικά για την ανθρώπινη συμπεριφορά, συνδέοντας τα οικονομικά με την ψυχολογία. Δεν σταματούν όμως εκεί, καθώς μας βοηθούν και στον σχεδιασμό καλύτερων δημόσιων πολιτικών και έτσι συμβάλλουν στην επαύξηση της ατομικής και κοινωνικής ευημερίας.

Το πεδίο της άσκησης δημόσιας πολιτικής έχει απασχολήσει τον Thaler από κοινού με τον Cass Sunstein (Κας Σάνστιν), καθηγητή νομικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Μαζί έχουν σχεδιάσει σειρά ήπιων κρατικών παρεμβάσεων (καλούνται παρωθήσεις ή νυγμοί, nudges), που αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη προστασία εργαζομένων, δανειοληπτών, καταναλωτών, του περιβάλλοντος, επίσης στην αύξηση του αριθμού των δωρητών οργάνων κοκ. Εξάλλου, διεθνώς πλέον, τα συμπεριφορικά οικονομικά γνωρίζουν απήχηση στον χώρο της νομικής επιστήμης· ο μεταξύ τους συγκερασμός έχει γεννήσει έναν νέο, σημαντικό διεπιστημονικό κλάδο, τη συμπεριφορική οικονομική ανάλυση του δικαίου (behavioral law & economics· βλ. σχετ. και τη μονογραφία μου «Ιδιωτική αυτονομία και προστασία του καταναλωτή – Μία συμβολή στην συμπεριφορική οικονομική ανάλυση του δικαίου», εκδ. Π.Ν.Σάκκουλα, 2016).

Τα συμπεριφορικά οικονομικά ασφαλώς συναντούν και αντιδράσεις ή επιφυλάξεις στην επιστημονική κοινότητα, κάποιες περισσότερο πειστικές άλλες λιγότερο. Εκείνο που προέχει εδώ να τονισθεί είναι ότι τα συμπεριφορικά οικονομικά δεν αμφισβητούν τον πυρήνα της θεωρίας περί ορθολογικής επιλογής και προφανώς δεν υποστηρίζουν ότι δρούμε ανορθολογικά σε κάθε συναλλακτική ή άλλη δραστηριότητά μας. Αυτό που καταδεικνύουν, επί τη βάσει σειράς πειραματικών και εμπειρικών ερευνών, είναι ότι σε ποικίλες δραστηριότητές μας εμφανίζονται συστηματικά κάποιες κρίσιμες συμπεριφορικές αποκλίσεις από το ορθολογικό υπόδειγμα, που δεν μπορεί να αφήνουν αδιάφορη την επιστήμη – την οικονομική, την ψυχολογική, αλλά και τη νομική.

Εν τέλει, τα συμπεριφορικά οικονομικά φωτίζουν στον homo oeconomicus περισσότερο τη διάσταση του homo. Εξάλλου, και στον ίδιο τον ενθουσιώδη λυρικό έπαινο για τη λογική και τις ικανότητες του ανθρώπου που υφαίνει ο Hamlet («Τι αριστούργημα είναι ο άνθρωπος! Πόσο δυνατός σε λογική! Πόσο πλούσιος σε ικανότητες!»), αντηχεί στο έργο του Shakespeare, αντιστικτικά σχεδόν, η παιγνιώδης διάθεση του Puck από το «Όνειρο θερινής νυκτός», ο οποίος διακωμωδεί την, τραγική ενίοτε, ευήθεια των θνητών («Θεέ μου, πόσο ανοήτοι μπορεί να είναι αυτοί οι θνητοί!»).         

*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή (Οικονομική) της Κυριακής της 15.10.2017, σ. 8.