Πιστοποιητικά επιστημονικών φρονημάτων

«Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες…» Ναι, είναι αλήθεια, συχνά στη χώρα μας ομνύουμε πίστη στη ρήση αυτή. Όταν όμως έρχεται η στιγμή του συγκεκριμένου, ξεκινούν οι εκπτώσεις. Η υπεράσπιση της αντίθετης γνώμης αρχίζει να εξασθενεί, όταν πρόκειται για γνώμη που μας βρίσκει αντίθετους ή μας βγάζει εκτός εαυτού. Ωστόσο, η ελευθερία της έκφρασης ακριβώς γι’ αυτές τις απόψεις έχει σημασία: για τις απόψεις που δεν μας αρέσουν, που προκαλούν. Γιατί μόνον με την ελεύθερη διακίνηση και κυρίως τη σύγκρουση ιδεών και απόψεων νοείται μία πραγματική δημοκρατία· μόνον με την ανταλλαγή επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων μπορεί να αναδυθεί η αλήθεια. Η ελευθερία της έκφρασης είναι τόσο βασικό αγαθό που μόνον όταν το στερηθεί κανείς αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητά του – όπως το οξυγόνο. Και όλα τα παραπάνω ισχύουν ασφαλώς και για την ελευθερία της επιστημονικής έκφρασης.

Η υπόθεση Ρίχτερ δεν απειλεί μόνον τη χώρα με διεθνή διασυρμό, αλλά και την ίδια την ουσία της δημοκρατικής λειτουργίας της πολιτείας μας. Ανεξαρτήτως της βασιμότητας των απόψεων που διατυπώνει ο φιλέλληνας ιστορικός στο βιβλίο του για τη μάχη της Κρήτης, κανένας νόμος και κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδια για να κρίνουν τη βασιμότητα των απόψεων αυτών· πολλώ δε μάλλον να αποφανθούν για τις θέσεις ενός επιστήμονα επί τη βάσει φρονηματικών στοιχείων (όπως η κακοβουλία κ.ά.) και να προβούν σε ποινικό κολασμό, που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε φυλάκιση. Πιστοποιητικά επιστημονικών φρονημάτων δεν νοούνται σε μία δημοκρατία. Το αρμόδιο forum για τέτοιες συζητήσεις και «καταδίκες» των όποιων αβάσιμων ή μη απόψεων είναι ο δημόσιος, πολιτισμένος διάλογος, εντός και εκτός της επιστημονικής κοινότητας. Μέσα από αυτόν, και μόνον, μπορούν να αναδειχθούν τα λάθη και οι αστοχίες, να αξιωθούν ή να απαξιωθούν θεωρίες και απόψεις. Κάθε τι άλλο είναι επικίνδυνο και προσβάλλει τόσο την ελευθερία της έκφρασης όσο και την ακαδημαϊκή ελευθερία, οι οποίες αμφότερες κατοχυρώνονται συνταγματικά.  

Όσο δε για τον «αντιρατσιστικό νόμο», με βάση τον οποίο κινήθηκε η ποινική δίωξη σε βάρος του Ρίχτερ, αρκεί εδώ μία γενικότερη επισήμανση: Όταν ο νομοθέτης επιδιώκει να ρυθμίσει τόσο ευαίσθητα πεδία, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του διάφορα πιθανά ενδεχόμενα από την εφαρμογή της ρύθμισης στην πράξη, καθώς ελλοχεύει το φαινόμενο της ετερογονίας των σκοπών· η θέσπιση δηλαδή μιας νομοθετικής ρύθμισης μπορεί να ελαύνεται από τα ευγενέστερα των κινήτρων, στην πρακτική της εφαρμογή ωστόσο μπορεί η ρύθμιση να προκαλεί αποτελέσματα αντίθετα από τα αρχικώς ηθελημένα και έτσι να εκπυρσοκροτεί. Και τότε ο νομοθέτης οφείλει να αναλάβει δράση – εν προκειμένω, τουλάχιστον προς προστασία της επιστημονικής άποψης.

                                                    *Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 20.12.2015, σ. 25.