Τα εφόδια του δικηγόρου στη διαμεσολάβηση*

(από κοινού με Α. Αρβανίτη)

Η Πολιτεία μέχρι πρότινος είχε εμπιστευτεί τον νέο θεσμό της διαμεσολάβησης στα χέρια του νομικού κόσμου της χώρας. Πολύ σωστά μπορεί να πει κάποιος, θεωρώντας ότι απαιτούνται νομικές γνώσεις για να μπορεί κάποιος να μεσολαβήσει μεταξύ ανθρώπων ή οργανισμών που δεν μπορούν να βρουν μόνοι τους τη λύση. Ωστόσο, η νομική εκπαίδευση των δικηγόρων μπορεί να αποτελεί περισσότερο μειονέκτημα παρά πλεονέκτημα· αυτό φαίνεται να το γνωρίζουν καλά σε άλλες χώρες (πλην της δικής μας), όπου το επάγγελμα του διαμεσολαβητή δεν είχε ποτέ διαμορφωθεί ως κλειστό υπέρ των δικηγόρων, αλλ’ αντιθέτως ήταν πάντα ανοιχτό και σε άλλες ειδικότητες. Γιατί όμως η ιδιότητα του δικηγόρου δεν είναι απαραίτητα θετική για την έκβαση μιας διαμεσολάβησης;  

Οι δικηγόροι έχουν κυρίως εκπαιδευτεί για να εντοπίζουν το γράμμα του νόμου σε όποια διένεξη καλούνται να εκφέρουν άποψη. Κάποιος έχει δίκαιο και κάποιος έχει άδικο, και είναι η δουλειά τους να αποδώσουν τα Kαίσαρος τω Kαίσαρι. Ακόμα βέβαια πιο έντονο ενυπάρχει αυτό το στοιχείο κρίσης στον τρόπο σκέψης των δικαστών. Για κάποιους, η τεχνογνωσία των δικηγόρων και των δικαστών μπορεί να οδηγήσει σε μία ορθή και δίκαιη λύση.

Η αποστολή όμως της διαμεσολάβησης δεν είναι να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα που είναι σύμφωνο με τη νομική άποψη του δικηγόρου. Το σημείο συμφωνίας των εμπλεκομένων μερών δεν αναζητείται στο γράμμα του νόμου, αλλά στις απόψεις και τις αντιλήψεις των ιδίων των μερών. Στόχος του διαμεσολαβητή είναι να φέρει τις δύο πλευρές σε μία συμφωνία ανεξάρτητα από το τι λέει ο νόμος.

Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι η όποια τελική συμφωνία θα είναι αντίθετη στον νόμο. Ως γνωστόν, το περιθώριο που υπάρχει εντός του γράμματος του νόμου για τη διαμόρφωση μιας συμφωνίας είναι ιδιαίτερα ευρύ. Σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των συμβάσεων, οι εμπλεκόμενες πλευρές έχουν σημαντικά περιθώρια να διαπλάσουν μία συμφωνία που να μη προσκρούει στον νόμο.

Το ερώτημα βεβαίως είναι πού αναζητούμε τη συμφωνία, αν όχι στο γράμμα του νόμου. Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να ανατρέξουμε στις αρχές της διαπροσωπικής επικοινωνίας. Πρέπει να δούμε ποια λύση και ποια επιχειρηματολογία αναπτύσσει ισχυρή ικανότητα πειθούς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Η σημαντικότερη ίσως παράμετρος των διαπραγματεύσεων αφορά στην ανάγκη ικανοποίησης των συμφερόντων αμφοτέρων των πλευρών. Η λύση που προτείνεται σε όλα σχεδόν τα εγχειρίδια διαπραγμάτευσης είναι η περίφημη λύση «win-win», μία λύση που ικανοποιεί αμοιβαία το αντικειμενικό συμφέρον αμφοτέρων των πλευρών (βλ. λ.χ. Fisher, Ury, & Patton, 1991). Έτσι, ένας διαμεσολαβητής οφείλει να δημιουργήσει μία διαδικασία που θα πάψει να εστιάζει στο δίκαιο και το άδικο και θα βοηθήσει τις πλευρές να αναζητήσουν εποικοδομητικές λύσεις, στο πλαίσιο των οποίων η καθεμιά πλευρά θα κερδίζει πράγματα με μεγαλύτερη βαρύτητα για την ίδια. Τελικός στόχος είναι το αμοιβαίο κέρδος.

Η λύση του «win-win» δεν είναι όμως το μόνο επιχείρημα που πείθει –έστω και ασυνείδητα– τα μέρη κατά τη διάρκεια μιας διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με τις αρχές της επικοινωνιακής ορθολογικότητας (Habermas, 1985), οι θέσεις σε ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης μπορεί να υποστηρίζονται για διάφορους λόγους. Κάποιοι λόγοι σχετίζονται πράγματι με το πρακτικό ζήτημα της ικανοποίησης των συμφερόντων, κάποιοι άλλοι όμως άπτονται ζητημάτων ηθικής, αισθητικής ή ελέγχου προθέσεων.

Σε μία διαφωνία αναφορικά με την πώληση ενός πίνακα από μία γκαλερί σε μία άλλη (βλ. παρόμοιο παράδειγμα σε Arvanitis & Karampatzos, 2012) δεν θα τεθούν μόνο ζητήματα συμφερόντων και το πώς θίγονται ή ικανοποιούνται με μία πιθανή συμφωνία. Τέτοια ζητήματα θα αφορούσαν, για παράδειγμα, στο ύψος του τιμήματος, τον τρόπο εξόφλησής του ή τον τρόπο παράδοσης του πίνακα. Είναι όμως σχεδόν αναπόφευκτο να τεθούν και ζητήματα αισθητικής αξίας του πίνακα, προθέσεων του καλλιτέχνη σχετικά με τον τρόπο προβολής του έργου του, ηθικά ζητήματα για τη χώρα όπου θα εκτίθεται ο πίνακας κοκ. Ακόμα δε και μεταξύ κρατών η διαδικασία της διαπραγμάτευσης δεν είναι απαραίτητα εργαλείο εξυπηρέτησης συμφερόντων, αλλά μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία αρχών και αξιών (Arvanitis, 2012).

Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης μπορεί να αντιμετωπιστεί τελικά σαν μία διαδικασία σύγκρουσης αξιώσεων (Arvanitis & Karampatzos, 2013), η οποία θα επιλυθεί μέσα από τη χρήση αριστοτελικών κοινών τόπων ικανών να οδηγήσουν σε μία συμφωνία (Arvanitis & Karampatzos, 2011). Αυτοί οι κοινοί τόποι είναι μία γέφυρα μεταξύ του συγκεκριμένου αντικειμένου της διαπραγμάτευσης και όλων των σχετικών γραπτών και άγραφων, ρητών και άρρητων κανόνων που καθορίζουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων.

Έπειτα, η ίδια η διαπραγμάτευση είναι μία διαδικασία, όπου τα μέρη αποφασίζουν από κοινού τους κανόνες που θα διέπουν τη σχέση τους (Arvanitis, υπό κρίση), μέσω της συζήτησης όλων των πιθανών προοπτικών. Απόκειται δηλαδή στα μέρη –και όχι στο κράτος ή τον διαμεσολαβητή- να «νομοθετήσουν» τους κανόνες της σχέσης τους.

Στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της διαδικασίας, ο δικηγόρος-διαμεσολαβητής καλείται να ξεχάσει, προσωρινά, τους νόμους της πολιτείας και τον τρόπο ορθής εφαρμογής τους. Καλείται να εισέλθει σε ένα νέο τρόπο σκέψης, όπου οι εμπλεκόμενες πλευρές κατασκευάζουν οι ίδιες τους κανόνες με τους οποίους επιθυμούν να πορευτούν. Η δε ευθύνη που επωμίζεται ο διαμεσολαβητής αφορά στη δημιουργία του πλαισίου εκείνου που θα στηρίξει όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης.

Για κάποιους δικηγόρους μία τέτοια ευρεία προσέγγιση των κανόνων διανθρώπινης αλληλεπίδρασης είναι μάλλον αδιανόητη. Για κάποιους άλλους όμως –που ίσως έχουν κουραστεί από μία μονοσήμαντη αντίληψη για τον ρόλο του νομικού– θα είναι μία σωτήρια επαγγελματική αλλαγή, τόσο για τους ίδιους όσο και, ευρύτερα, για το κοινωνικό σύνολο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Arvanitis, A. (υπό κρίση). Agreement as the convergence of will: A consensualistic approach to negotiation. New Ideas in Psychology.

Arvanitis, A. (2012). The truth about negotiations. Project Syndicate. http://www.project-syndicate.org/commentary/the-truth-about-negotiations

Arvanitis, A., & Karampatzos, A. (2011). Negotiation and Aristotle’s rhetoric: Truth over interests? Philosophical Psychology, 24, 845-860.

Arvanitis, A., & Karampatzos, A. (2012). The truth of negotiation. World Financial Review, July-August issue.

Arvanitis, A., & Karampatzos, A. (2013). Negotiation as an intersubjective process: Creating and validating claim-rights. Philosophical Psychology, 26, 89-108.

Fisher, R., Ury, W., & Patton, B. (1991). Getting to yes: Negotiating agreement without giving in. New York: Penguin Books.

Habermas, J. (1985). The theory of communicative action – Vol. 1: Reason and the rationalization of society. Boston: Beacon Press.

 

*Δημοσιεύθηκε στην ΕφΑΔ IΙ-ΙΙΙ/2012-2013, 153 επ.