Το διακύβευμα της μεταρρύθμισης στα ΑΕΙ

Απο κοινού με τον Αλέξη Αρβανίτη, Επίκ.Καθηγητή στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παν/μίου Κρήτης

Βασικός σκοπός μιας μεταρρύθμισης στο πεδίο των ΑΕΙ δεν είναι απλώς να κάνει καλύτερα τα πανεπιστήμιά μας, αλλά πολύ περισσότερο να διορθώσει σοβαρές και χρόνιες παθογένειες ή στρεβλώσεις, οι οποίες αποτελούν τροχοπέδη στην αποτελεσματική λειτουργία και την ανάπτυξή τους. Η απλή βελτίωση μπορεί να έρθει, για παράδειγμα, με ενίσχυση της χρηματοδότησης, με μεμονωμένες νομοθετικές παρεμβάσεις ή ως απόρροια πρωτοβουλιών των ίδιων των ΑΕΙ κατ’ ενάσκηση της (συνταγματικώς κατοχυρωμένης) αυτοδιοίκησής τους. Μία εκ βάθρων αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου καθίσταται επιβεβλημένη, όταν διαπιστώνεται ότι το ισχύον πλαίσιο προκαλεί σοβαρές παθογένειες. Αυτές οι παθογένειες μπορούν, κατά τη γνώμη μας, να εντοπιστούν σε μία κεντρική παράμετρο, η οποία και αποτελεί το διακύβευμα όλων σχεδόν των πρόσφατων προσπαθειών για μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: πρόκειται για τη θεμελιακή σύγκρουση μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και ατομικών ή συντεχνιακών συμφερόντων.

Αρκεί να αναφερθούμε εδώ σε μερικά μόνον παραδείγματα αυτής της σύγκρουσης: Άραγε, η υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του πρυτάνεως ικανοποιεί το δημόσιο συμφέρον (βλ. κυρίως ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων) ή καλλιεργεί φαινόμενα ευνοιοκρατίας, κακοδιαχείρισης και αδιαφάνειας; Κατά την επιλογή ενός νέου μέλους ΔΕΠ, το βασικό κριτήριο επιλογής είναι αν ένας υποψήφιος έχει τις καλύτερες προοπτικές προσφοράς σε ερευνητικό και διδακτικό επίπεδο (προς όφελος της κοινωνίας) ή αν θα υπηρετήσει τα συμφέροντα μιας ομάδας μελών ΔΕΠ της οποίας είναι ευνοούμενος; Η συμμετοχή των φοιτητικών παρατάξεων στα συλλογικά όργανα του ΑΕΙ έχει ως σκοπό να βελτιώσει τις συνθήκες σπουδών όλων των φοιτητών ή να δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες για την εξυπηρέτηση παραταξιακών ή και κομματικών συμφερόντων;

Προφανώς τα παραπάνω (και άλλα παρόμοια) φαινόμενα εξυπηρέτησης ατομικών ή συντεχνιακών συμφερόντων δεν εμφανίζονται σε όλα τα ΑΕΙ της χώρας και δεν φαίνεται να αποτελούν τον κανόνα. Το κεντρικό ζήτημα που τίθεται είναι αν υφίστανται εν γένει εκείνες οι θεσμικές δικλίδες ασφαλείας ή τα θεσμικά αντίβαρα που εμποδίζουν την εκμετάλλευση του Δημοσίου Πανεπιστημίου και των δομών του προς ίδιον συμφέρον, περιορίζοντας έτσι τα φαινόμενα αυτά. Το Υπουργείο Παιδείας φαίνεται να έχει κατ’ αρχήν αντιληφθεί αυτή την αναγκαιότητα με το νομοσχέδιο που έδωσε προσφάτως στη δημοσιότητα. Αναφέρεται ρητά σε «παθογένειες», όπως οι προαναφερθείσες, και προτείνει, μεταξύ άλλων, αλλαγή του τρόπου διοίκησης των ΑΕΙ, του τρόπου εκλογής και εξέλιξης των μελών ΔΕΠ, καθώς επίσης και του τρόπου ανάδειξης των εκπροσώπων των φοιτητών. Το θέμα όμως είναι αν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις μπορούν να επιτύχουν τον παραπάνω σκοπό. Στο πλαίσιο του παρόντος, σύντομου άρθρου μπορούμε να σταθούμε λίγο περισσότερο μόνον στην αλλαγή του διοικητικού μοντέλου του πανεπιστημίου.

Το προτεινόμενο νέο μοντέλο διοίκησης των ΑΕΙ αποσκοπεί, με την (εκ νέου) εισαγωγή του Συμβουλίου Διοίκησης (ΣΔ), στο να δημιουργήσει ένα θεσμικό αντίβαρο στην πρυτανική εξουσία. Η βασική ιδέα προέρχεται ασφαλώς από τον ν. 4009/2011 («νόμο Διαμαντοπούλου»), εδώ πλέον όμως υιοθετείται μία ηπιότερη εκδοχή, με τον ίδιο τον πρύτανη να αποτελεί ένα από τα έξι εσωτερικά μέλη του ΣΔ, τα οποία και θα συνεργάζονται με τα υπόλοιπα πέντε εξωτερικά. Η κριτική που ασκείται στην προκείμενη ρύθμιση είναι αμφίπλευρη: Η μία πλευρά θεωρεί ότι μία οργανωμένη ομάδα μελών ΔΕΠ μπορεί να επιτύχει τον έλεγχο του ΣΔ και να εκλέξει τον πρύτανη της αρεσκείας της (ο οποίος και θα ηγείται της ομάδας αυτής). Έτσι, ουσιαστικά μία ομάδα, με τον πρύτανη επικεφαλής, θα ελέγχει και την πρυτανεία και το ΣΔ, αντί να υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ ελεγχόμενου και ελέγχοντος οργάνου. Εδώ, πάντως, προβάλλεται ο αντίλογος της ταξινομικής ψήφου και της περιορισμένης σταυροδοσίας, καθώς επίσης και του ορίου εκπροσώπησης ανά σχολή στην ανάδειξη των εσωτερικών μελών του ΣΔ· θεωρείται, δηλαδή, ότι τέτοιου είδους αντίβαρα δεν θα επιτρέψουν τον έλεγχο του ΣΔ με τον τρόπο που περιγράφεται ανωτέρω. Η εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά υποστηρίζει ότι η αυτονομία ενός ΑΕΙ υπονομεύεται ευθέως, όταν στη διοίκησή του εμπλέκονται πρόσωπα εκτός του ΑΕΙ. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το δημόσιο συμφέρον δεν εκφράζεται μόνον από τα εκλεγμένα στη διοίκηση μέλη ΔΕΠ ενός πανεπιστημίου, αλλά μπορεί να διασφαλιστεί και με τη συμμετοχή στη διοίκησή του καταξιωμένων επιστημόνων ή προσωπικοτήτων που δεν συνδέονταν μέχρι πρότινος με το συγκεκριμένο ίδρυμα (και αποτελούν, μάλιστα, μειοψηφία στο ΣΔ). Κατά την άποψή μας, σε μία πρώτη αποτίμηση, το προτεινόμενο μοντέλο μάλλον κινείται προς μία μεσοβέζικη κατεύθυνση και δεν φαίνεται να δημιουργεί κάποιο ισχυρό αντίβαρο στην πρυτανική εξουσία: ο πρύτανης μοιάζει πανίσχυρος, βρίσκεται εντός ενός οργάνου (ΣΔ) που κανονικά θα έπρεπε να τον ελέγχει και, συγχρόνως, εντός ενός οργάνου στο οποίο θα περιέλθουν κάποιες αρμοδιότητες της Συγκλήτου. Το θετικό στοιχείο, πάντως, είναι ότι με την εισδοχή των πέντε εξωτερικών μελών στο ΣΔ έχουμε ένα πρώτο άνοιγμα του πανεπιστημίου στην επιστημονική κοινότητα της αλλοδαπής και την κοινωνία ευρύτερα – ένα άνοιγμα που στο μέλλον μπορεί να ενισχυθεί περισσότερο.

Πέρα από την προσπάθεια για ενίσχυση των αντιβάρων, της διαφάνειας και της λογοδοσίας, το νομοσχέδιο εισάγει μία σειρά θετικών δράσεων εξωστρέφειας ή θετικών καινοτομιών, όπως λ.χ. το «Ελληνικό Erasmus» (ένας φοιτητής νομικής θα μπορεί να φοιτήσει για ένα εξάμηνο σε τμήμα πληροφορικής, κοκ). Παράλληλα, επιχειρεί μία σειρά σημειακών παρεμβάσεων στη λοιπή διδακτική και ερευνητική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα, το παρουσιασθέν νομοσχέδιο αποτελεί έναν νέο «νόμο-πλαίσιο», που ρυθμίζει συνολικά τη λειτουργία των ΑΕΙ, ουσιαστικά επιχειρεί να κωδικοποιήσει όλη την υφιστάμενη, αχανή νομοθεσία περί ΑΕΙ. Και αυτό είναι μεν αναμφίβολα σημαντικό, συγχρόνως όμως ενέχει υψηλό κίνδυνο επιμέρους αστοχιών, καθώς και υπερρύθμισης ορισμένων αντικειμένων.

Τα προβληματικά σημεία του νομοσχεδίου θα πρέπει, ασφαλώς, να αναδειχθούν κατά τη διάρκεια του δημοσίου διαλόγου και της διαβούλευσης· εν συνεχεία δε, θα πρέπει να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις και αναπροσαρμογές. Ενόψει, μάλιστα, της έκτασης του νομοσχεδίου (345 άρθρα) θα ήταν ευκταία μία παράταση του χρόνου διαβούλευσης. Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας και μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου θα πρέπει όχι απλώς να περιφρουρηθεί, αλλά πολύ περισσότερο να ενδυναμωθεί η βασική στόχευση της μεταρρύθμισης, ήτοι η ευθυγράμμιση της λειτουργίας των πανεπιστημίων με το δημόσιο συμφέρον και ο περιορισμός των συντεχνιακών φαινομένων.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής 05.06.2022]