Horror Vacui: ψίθυροι για το κακό

Ι. Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μία εποχή που οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις έχουν ξεδιπλώσει την επιρροή τους σε διάφορα μέρη ανά τον πλανήτη, αποδυόμενες σε μία προσπάθεια άγριας εκμετάλλευσης παρθένων εδαφών. Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο εκτυλίσσεται «Η Καρδιά του Σκότους» (1902) του Josef Conrad (1857-1924)[1], μία πραγματικά αριστουργηματική νουβέλλα της παγκόσμιας λογοτεχνίας[2].

Η διήγηση καταπιάνεται με ένα ταξίδι στα βάθη του ποταμού Κόγκο, όπου ανθούν οι ανηλεείς επιχειρήσεις των αποικιοκρατικών δυνάμεων προς αναζήτηση και εκμετάλλευση ελεφαντοστού, αλλά και με παράλληλο τάχα σκοπό τον εκπολιτισμό των ιθαγενών που κατοικούν στη ζούγκλα[3]. Ο γερόλυκος ναυτικός Marlow, αραγμένος σε ένα πλοιάριο στις όχθες του Τάμεση, μας διηγείται μία εκ πρώτης όψεως απλή ναυτική περιπέτεια· όσο όμως περνά η ώρα αντιλαμβανόμαστε ότι η ιστορία του μας λέει πολλά για την άγρια φύση όχι μόνον της Αφρικής, αλλά και της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης.

ΙΙ. Αλλ’ ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Με τις εκβολές του στη δυτική πλευρά της αφρικανικής ηπείρου ο ποταμός Κόγκο μοιάζει με ένα πελώριο φίδι που έχει την ουρά του χωμένη στα βάθη της ζούγκλας και την κεφαλή του βυθισμένη στη θάλασσα[4]. Το άνοιγμα του ποταμού, η κεφαλή του φιδιού, προσφέρει στους ευρωπαίους εύκολη πρόσβαση στα βάθη της Αφρικής, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να την διασχίζουν από ξηράς. Το δε οφιόμορφο του ποταμού αποτελεί ίσως ένα πρώτο, εξωτερικό σημάδι αγριότητας της περιοχής, ενώ η δυναμική ροή του προς τις εκβολές δυσχεραίνει αρκετά το έργο του κατακτητή[5]. Η άνοδος προς τα βάθη της ζούγκλας, η ανάβαση αυτή προς μία προϊστορική χώρα, είναι πραγματικά δύσκολη[6].

Η αποστολή του Marlow ήταν να φτάσει στον εσωτερικό, απώτερο σταθμό που διατηρούσε μία Βελγική Εταιρεία εκμετάλλευσης ελεφαντοστού. Εκεί, επέπρωτο να συναντήσει τον καλύτερο πράκτορα της Εταιρείας, τον θρυλικό Kurtz (στην εξαίσια κινηματογραφική εκδοχή του έργου, «Αποκάλυψη Τώρα», τον ρόλο ενσαρκώνει θαυμάσια ο Marlon Brando, ενώ η καταδίκη του ιμπεριαλισμού αφορά εκεί πλέον στην αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ και τα τραγικά αδιέξοδά της). Ο Kurtz ήταν πράγματι ο ευφυέστερος και αποδοτικότερος πράκτορας της Εταιρείας, προμηθεύοντάς την με τις μεγαλύτερες ποσότητες ελεφαντοστού. Θρυλείτο, ωστόσο, ότι μετερχόταν μεθόδους ανορθόδοξες, ανάρμοστες (unsound methods).

Όσο βαθύτερα προχωρεί ο Marlow στην καρδιά του σκότους, συμβαίνει σιγά-σιγά κάτι πρωτόγνωρο: η μυστηριώδης σιωπή του δάσους τον κυριεύει, συγχρόνως όμως φαίνεται ότι το δάσος και η όλη αγριότητα γύρω του συνεχώς κάτι του ψιθυρίζουν, με ολοένα μεγαλύτερη ένταση. Το παράξενο αυτό μίγμα σιωπής και ψιθύρων τον αγριεύει. Στους σταθμούς της Βελγικής Εταιρείας ο Marlow θα αντικρίσει βιαιοπραγίες, θηριωδίες, βασανιστήρια, κυρίως εις βάρος των ιθαγενών της περιοχής που έχουν γίνει δούλοι των τοπικών πρακτόρων της Εταιρείας.    

Ύστερα από αρκετούς μήνες ταλαιπωρίας, ο Marlow θα συναντήσει τελικά τον Kurtz. Το ποιος είναι και τι κάνει εκεί γίνεται αμέσως φανερό: Το στρατηγείο του περιβάλλεται από ξύλινους στύλους, στην κορυφή των οποίων στέκουν καρφωμένα κεφάλια απαγχονισμένων «υπηκόων» του. Ο «νόμος και η τάξη» επιβάλλονται εδώ με πυγμή και αίμα, με λυσσώδεις επιδρομές σε όλη τη γύρω περιοχή, με πρωταρχικό σκοπό την αναζήτηση ελεφαντοστού. Ο Kurtz όμως είναι πλέον βαριά άρρωστος, γι’ αυτό και ο Marlow θα τον πάρει μαζί του –παρά τις αντιδράσεις των ιθαγενών που δεν ήθελαν να αποχωρισθούν το ιερό τοτέμ τους– και θα ξεκινήσουν μαζί το ταξίδι της επιστροφής στον πολιτισμό. Στη διαδρομή, ωστόσο, ο Kurtz δεν θα τα καταφέρει· λίγο δε προτού ξεψυχήσει, με μία έκφραση σκοτεινής μελαγχολίας στο πρόσωπό του, θα σιγοψιθυρίσει τα ακόλουθα λόγια: «Η φρίκη! Η φρίκη!» (The horror! The horror!)

Ο Kurtz, έχοντας αγγλικές και γαλλικές καταβολές, ήταν ένας γνήσιος φορέας του ευρωπαϊκού πνεύματος[7]. Γι’ αυτό και αρχικά είχε σκοπό να «εκπολιτίσει» τη ζούγκλα και τους ανθρώπους της. Είχε αναλάβει μάλιστα να συντάξει και μία έκθεση για τη Διεθνή Εταιρεία για την Καταστολή των Βάρβαρων Ηθών, την οποία και συνέταξε τελικά, καταλήγοντας στην εντελώς βάρβαρη προτροπή προς την Εταιρεία: «Εξολοθρεύστε όλα τα τέρατα!» («Exterminate all the brutes!») – εννοώντας προφανώς τους ιθαγενείς[8]. Με την πάροδο του χρόνου, εν τούτοις, ο Kurtz βυθίστηκε ο ίδιος στο πλανευτικό σκοτάδι της άγριας φύσης και έγινε ένα μ’ αυτό· εξελίχθηκε σε ένα αδίστακτο τέρας, σε ένα φύλαρχο που επιβλήθηκε στους ιθαγενείς, εξολοθρεύοντας κάθε ανυπάκουο πλάσμα, ξεπερνώντας κάθε ανθρώπινο όριο, αδιαφορώντας για κάθε έννοια ηθικής κρίσης[9]. Για τους ιθαγενείς, πάντως, είχε αποκτήσει διαστάσεις θεότητας, ήταν το απόλυτο σύμβολο εξουσίας και υποταγής, αντικείμενο δε ένθεης λατρείας. Τον ίδιο σεβασμό αλλά και θαυμασμό προς το πρόσωπό του Kurtz εξέφραζε και ένας άλλος λευκός «εκπολιτιστής» της περιοχής, ο οποίος, έκδηλα εκστασιασμένος, εξομολογήθηκε στον Marlow ότι ο Kurtz «διηύρυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες» – από τη μία απήγγελλε ποίηση (και δική του μάλιστα), από την άλλη έκανε όλοκληρο το ποίμνιό του συμμέτοχο στις κτηνώδεις τελετές του[10].

Μία διαβολική ιδιοφυΐα, λοιπόν, ένας σπάνια προικισμένος άνθρωπος, μεταλλάχθηκε σταδιακά σε ένα εκφυλισμένο καννίβαλο. Κι ας μιλούσαν συγγενείς και φίλοι για ένα άλλον άνθρωπο στα χρόνια του πολιτισμού, περιγράφοντάς τον ως εξαίρετο μουσικό και ζωγράφο, ως μεγάλο ανθρωπιστή, υπόδειγμα καλοσύνης…[11]

Τι μαρτυρούν όμως τα τελευταία λόγια του Κöρτς; Τι είχε νιώσει μέσα του; Ποιο ήταν το αληθινό αίτιο της ηθικής του κατάπτωσης, της μετάπτωσής του από τον πολιτισμό στη βαρβαρότητα, από τα καθαρά χέρια στα αιματοβαμμένα, στο έγκλημα και το απόλυτο κακό; Τι επίδραση είχαν επάνω του οι ψίθυροι, οι σιωπές και τα σκοτάδια του αχανούς δάσους; Είναι, γενικότερα, η καρδιά του σκότους εκείνη η δύναμη που φανέρωσε στους επήλυδες «εκπολιτιστές» τη δική τους αγριότητα, οδηγώντας τους στην πλήρη εσωτερική αποσύνθεση; Τα ερωτήματα πολλά και βασανιστικά, οι απαντήσεις δε καθόλου απλές[12].

           ΙΙΙ. Ο Baudelaire θα αναζητήσει στα «Άνθη του Κακού», στο πρώτο ποίημα της συλλογής («Στον Αναγνώστη», «Au lecteur»), το νοσηρό εκείνο στοιχείο που έχει τη δύναμη να καταβροχθίσει όλο τον κόσμο, όλη την πλάση. Και θα το βρει στον λεγόμενο «τρόμο του κενού», το horror vacui, δηλαδή στην έλξη που ασκεί η μαύρη τρύπα εντός μας: «Είναι η πλήξη [l’ ennui]» θα πει, «το ξέρεις αναγνώστη, αυτό το λεπταίσθητο τέρας εντός μας»

Η αγριότητα του δάσους και των ιθαγενών πράγματι φαίνεται ότι φώλιασε βαθιά μέσα στον Kurtz, ξύπνησε μέσα του το δικό του λεπταίσθητο τέρας και τον έκανε να υπερβεί τα όρια του πολιτισμού του[13]. Και εκείνο που ανησύχησε ιδιαίτερα τον αφηγητή Marlow είναι η σκέψη ότι, αν και μακρινή αυτή η βάρβαρη αγριότητα, του έμοιαζε κάπως πως οικεία, σαν να ξυπνούσε μέσα του κάποια αρχέγονα βίαια ένστικτα, σαν να του θύμιζε ένα γνώριμο σκοπό[14]. Είναι ίσως η σιωπή μαζί με την αγριότητα που, με τα λόγια του γερμανού φιλοσόφου Rüdiger Safranski[15], απογυμνώνουν την ύπαρξη από κάθε νόημα και δημιουργούν συνθήκες απόλυτης αβεβαιότητας, απόλυτης ρευστότητας. Το σκοτεινό δάσος ψιθυρίζει στον επισκέπτη ότι δεν έχει να του πει τίποτε, όλα είναι εν κενώ. Ίσως αυτό είναι που κάνει τον Kurtz να νιώθει φρίκη· αυτό το τίποτα που στερείται κάθε νοήματος, που του λέει εν τέλει σαν άλλη κατηγορική προσταγή: «Κάνε ό,τι θέλεις, τίποτε δεν θα έχει σημασία![16] Το άγριο σκοτάδι θα προσπεράσει ατάραχο και αδιάφορο κάθε σου πράξη, είναι ακατανίκητο, κατακλυσμιαίο, απογυμνώνοντας τα πάντα από κάθε νόημα». «Η φρίκη, η φρίκη» μοιάζει να είναι η κραυγή απόγνωσης ενός ανθρώπου που είδε το απόλυτο κενό νοήματος και άφησε την φρίκη να εισδύσει μέσα του και να τον καταλάβει πλήρως.

Το τρομακτικό αυτό υπαρξιακό κενό, που μπορεί κάθε φορά να φέρει στην επιφάνεια η κατάλληλη περιρρέουσα πολιτισμική-κοινωνική ατμόσφαιρα, παρίσταται ικανό να οδηγήσει στο απόλυτο κακό, στο απόλυτο έγκλημα, σε μία εγκληματική creatio ex nihilo.

Τίθεται όμως εδώ πλέον ένα βαθύτερο, μάλλον φιλοσοφικό ερώτημα: ποιες είναι οι προϋποθέσεις για τη δυνατότητα βύθισης στον κόσμο της απόλυτης εγκληματικής πράξης (unde malum faciamus[17]);[18]

  1. Σύμφωνα με τον Kant και τη θεμελιώδη ιδέα του περί ηθικής αυτονομίας (moralische Freiheit), το κακό αποτελεί μία έκφανση της ελευθερίας, μία πράξη ελευθερίας (ein Actus der Freiheit), μία ανθρωπίνως καταλογιστή συμπεριφορά (zurechnungsfähiges Handeln), στον βαθμό που το κάθε άτομο ευθύνεται ατομικά για τις δικές του πράξεις, ακόμη και αν η ροπή προς το κακό χαρακτηρίζει εν γένει την ανθρώπινη φύση (η ευθύνη δηλαδή παραμένει εδώ κατ’ αρχήν ατομική)[19]. Κατ’ ουσίαν, για τον Kant το κακό είναι ο κίνδυνος και το τίμημα της ελευθερίας που όλοι απολαμβάνουμε· είναι ίσως η δραματική πλευρά της ανθρώπινης ελευθερίας. Το απόλυτο κακό, εν τούτοις, το κακό εκείνο δηλαδή που διαπράττει κάνεις ως αυτοσκοπό, χάριν αυτού του ιδίου –επιθυμώντας το κακό, επειδή ακριβώς αυτό είναι το κακό–, δεν ανήκει κατά τον Kant στον χώρο του ανθρωπίνως δυνατού: ονομάζεται απλώς «διαβολικό» (teuflisch) και έτσι του προσδίδονται μεταφυσικές διαστάσεις[20].

Ο Goethe από την πλευρά του, στο τελευταίο κεφάλαιο του αυτοβιογραφικού του βιβλίου «Από τη ζωή μου: Ποίηση και Αλήθεια» (1813)[21], θα βαφτίσει το εν λόγω κακό «δαιμονικό» (dämonisch), εκμυστηρευόμενος ότι κατά τη διάρκεια του βίου του παρατήρησε ανθρώπους από τους οποίους πηγάζει μία τρομακτική πραγματικά δύναμη (eine ungeheure Kraft geht von ihnen aus), η οποία τους επιτρέπει να ασκούν ασύλληπτη βία πάνω στα υπόλοιπα όντα· αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορούν να τους αντιμετωπίσουν ούτε όλες οι ηθικές δυνάμεις του κόσμου μαζί (alle vereinten sittlichen Kräfte vermögen nichts gegen sie), δυστυχώς μάλιστα κάποιες φορές οι μάζες σταδιακά έλκονται από τέτοιες προσωπικότητες και τις ακολουθούν τυφλά[22]. Πόσο τραγικά επιβεβαιώθηκε η προφητεία αυτή του Goethe τον επόμενο αιώνα στον ευρωπαϊκό χώρο, μάλλον περιττεύει εδώ να υπομνησθεί.

Και εν γένει στην ιστορία της ανθρωπότητας και των κοινωνιών διόλου σπάνιο δεν είναι το φαινόμενο προσωπικοτήτων που, ερχόμενες αντιμέτωπες με ένα ιλιγγιώδες εσωτερικό βάραθρο, καταλαμβάνονται από οργή για τις όποιες προσωπικές τους αποτυχίες και απογοητεύσεις, και εν συνεχεία επιχειρούν να κοινωνικοποιήσουν την οργή αυτή· κατ’ ουσίαν προσπαθούν να ξεπέρασουν τον τρόμο του εσωτερικού τους κενού, τη μοναξιά της μανίας τους, κοινωνικοποιώντας τη μανία αυτή που τους κυριεύει. Και για τον σκοπό αυτόν επινοούν, κατά την εναργή προσέγγιση του γάλλου αναρχικού και νεομακιαβελλικού στοχαστή Georges Sorel (1847-1922), ένα Μύθο, ο οποίος έχει τη μαγική ιδιότητα να συγκινεί και να ελκύει τον απλό άνθρωπο[23]: όπως λ.χ. ο εκπολιτισμός των βαρβάρων, η καταπολέμηση των αιρετικών, των αλλόθρησκων ή άλλων κοινωνικών εχθρών, πραγματικών ή –συχνότερα– φανταστικών. Ο Μύθος όμως από μόνος του είναι ακίνδυνος, απρόσφορος, άσφαιρος, και προφανώς δεν αρκεί: για την πραγμάτωσή του προσαπαιτείται η προσφυγή στη Βία, με τη χρήση ακόμη και παράλογων, φρικιαστικών μεθόδων, όπως κάνει και ο Kurtz στο δικό του σκοτεινό σύμπαν του Κόγκο[24].

Το δίπτυχο αυτό Μύθου και Βίας οδηγεί ασφαλώς στην επιβολή τυραννικών-αυταρχικών καθεστώτων ή, τουλάχιστον, σε εμφυλιοπολεμικές συρράξεις. Ο μόνος αποτελεσματικός και πειστικός τρόπος αντιμετώπισης των προσωπικών μύθων που διατυπώνονται από μεμονωμένα άτομα με αξίωση καθολικής ισχύος, είναι η πιστή εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής. Η τελευταία, υπό συνθήκες ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού παιγνίου, δύναται πράγματι να εξουδετερώνει τη φρενίτιδα των διάσπαρτων, σε κάθε κοινωνία, ατομικών μύθων και να δημιουργεί, στη θέση αυτών, μία κοινή συνισταμένη, ένα κοινό κοινωνικό όραμα, που εξασφαλίζει την ειρηνική κοινωνική συμβίωση, την πρόοδο και την ευημερία[25].

Στην Καρδιά του Σκότους, η κτηνώδης μορφή «κοινωνίας» που έχτισε ο Kurtz φαίνεται να είναι η φυσική απόρροια μιας ανομικής –ίσως προ-κοινωνικής– κατάστασης, μιας κατάστασης όπου οι άνθρωποι λειτουργούν εκτός ενός κοινωνικού συστήματος ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances), με απότοκη συνέπεια η εξουσία, ιδίως η εξουσία επί άλλων ανθρώπων, να αποχαλινώνεται τελείως και να επιπίπτει με σφοδρότητα στις ζωές των αρχομένων[26].

  1. Το κενό που ένιωσε ο ήρωας της Καρδιάς του Σκότους ίσως και να ανταποκρίνεται περαιτέρω σε όσα περιγράφει ο αιρετικός ρουμάνος φιλόσοφος Emil Cioran (1911-1995) στο βιβλίο του «Ο Κακός Δημιουργός»[27]. Σ’ αυτή την καταγγελία της ύπαρξης και την εξύμνηση, συνάμα, της δυνατότητας της μη ύπαρξης (με λίγα λόγια: κακώς κλαίμε τους νεκρούς μας και κακώς χαιρόμαστε όταν μία νέα ύπαρξη βλέπει το φως του κόσμου, αφού η μόνη ευτυχής κατάσταση βρίσκεται εκτός της «συμμορίας των θνητών»), ο Cioran διαπιστώνει αρχικά ότι, «αν εξαιρέσουμε κάποιες περιπτώσεις που παρεκκλίνουν από τον κανόνα, ο άνθρωπος δεν έχει καμία κλίση προς το καλό»[28]· αν δε ο άνθρωπος είχε το θάρρος να διατυπώσει την πιο μύχια ευχή του, θα έλεγε: «θα ήθελα να είχα ανακαλύψει όλα τα κακά»[29]. Ακόμη πιο αποκαλυπτική όμως είναι η περαιτέρω διάγνωσή του ότι όσο περισσότερο ανοιγόμαστε στο κενό και όσο περισσότερο αφήνουμε αυτό να μας διαποτίζει, «τόσο απελευθερωνόμαστε από τη μοίρα να είμαστε ο εαυτός μας, να είμαστε άνθρωποι, να είμαστε ζωντανοί. Αν όλα είναι κενά, θα είναι κενό και το τριπλό αυτό πεπρωμένο»[30]. Έτσι, με τη βύθιση του ανθρώπου στο κενό, επέρχεται στην ουσία αυτοκατάργηση της ύπαρξης, βύθιση στην άβυσσο του κενού χρόνου, απώθηση της συνείδησης: το κενό «μας δίνει τη βεβαιότητα της μη πραγματικότητάς μας, […] είναι η άβυσσος χωρις ίλιγγο»[31]. Σαν προκύψουν λοιπόν οι κατάλληλες συνθήκες, υποκλινόμαστε ενστικτωδώς στο εγώ, όλα μέσα μας αυτό ζητούν, γιατί μέσα στο κενό ξαναβρίσκουμε την πληρότητα, ήτοι την απουσία συνείδησης, την αποκοπή από την ενοχλητική βουή του κόσμου, της συνύπαρξης με την άλλη συνείδηση – που μπορεί να κρίνει και να καταδικάσει τη συμπεριφορά μας. Άλλωστε, για τον Σιοράν σημασία στη ζωή έχουν εν τέλει «μόνο οι στιγμές που η επιθυμία να μείνεις με τον εαυτό σου είναι τόσο έντονη ώστε θα προτιμούσες να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα παρά να ανταλλάξεις έστω και μια κουβέντα με κάποιον» [32]. Και αυτό το «βαρέθηκα να είμαι ο εαυτός μου»[33] δεν είναι προφανώς ένα απλό εγκώμιο της αυτοκτονίας ως ελευθεριακής επιλογής, είναι και μια βαθιά κραυγή ελευθεριακής αγωνίας, ίσως και απόγνωσης.

Ο Kurtz είχε φτάσει ακριβώς στο σημείο να αποκοπεί, να ξεκόψει όχι μόνον από τους άλλους, αλλά και από τον ίδιό του τον εαυτό. Συνείδηση, φρένο, ηθική καταδίκη δεν υπήρχαν πλέον πουθενά στον αξιακό του χάρτη. Η αδράνεια της φρίκης κατηύθυνε πλέον την κάθε του πράξη, τον έκανε να σκοτώνει χωρίς κρίση, χωρίς διάκριση.

VΙ. Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω δυό λόγια ακόμη για τον ρόλο της φύσης: Πράγματι η αγριότητα της φύσης στον ποταμό Κόγκο συμβάλλει κι αυτή στην ανάδυση του εσωτερικού υπαρξιακού κενού με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, συμβάλλει δηλαδή στη δημιουργία αυτών των «κατάλληλων συνθηκών» που αναφέρθηκαν πρωτύτερα.

 Γενικότερα, ας μη λησμονούμε ότι ένα τοπίο συνιστά και το οπτικό αποτύπωμα ενός πολιτισμού. Και για να το εκτιμήσει κανείς ως τέτοιο, πρέπει να κυττάξει τη φύση με τη ματιά του μεγάλου άγγλου ρομαντικού ποιητή William Wordsworth (1770-1850), «όχι όπως στη στιγμή της απερίσκεπτης νιότης, αλλ’ ακούγοντας ξανά και ξανά τη σιωπηρή, θλιβερή μουσική της ανθρωπότητας»[34]. Ένα τέτοιο πολιτισμικό αποτύπωμα απεκάλυπτε στους νεήλυδες και η ζούγκλα του Κόγκο: η θλιβερή μουσική της ανθρωπότητας πρόβαλλε ήδη από μακριά, οι ψίθυροι αρχικά αχνόφεγγαν, σιγά-σιγά όμως γίνονταν φως εκτυφλωτικό, που εισέδυε απειλητικά μέσα από κάθε χαραμάδα του είναι και έφερνε στην επιφάνεια το προσωπικό υπαρξιακό κενό.

Πιθανώς εδώ αναφαίνεται κι η αξία της διάκρισης, που οφείλουμε στον ιρλανδό πολιτικό και αισθητικό φιλοσόφο Edmund Burke (1729-1797), ανάμεσα σε δύο κατηγορίες φυσικής ομορφιάς, με τη μία να γεννά τον έρωτα (love) και την άλλη τον φόβο, το δέος (fear)[35]: πιο συγκεκριμένα, όταν μας ασκεί έλξη η αρμονία, η τάξη και η γαλήνη της φύσης, έτσι ώστε να νιώθουμε άνετα μ’ αυτή και επιβεβαιωμένοι, τότε μιλάμε για την ομορφιά της (beauty)· όταν εν τούτοις ατενίζουμε μία επιβλητική ανεμοδαρμένη βουνοκορφή των Άλπεων, βιώνοντας την απεραντοσύνη, τη δύναμη, το απειλητικό μεγαλείο του φυσικού κόσμου, συναισθανόμενοι συγχρόνως τη δική μας ασημαντότητα μπροστά του, τότε θα πρέπει να μιλήσουμε για το μεγαλειώδες, το εκθαμβωτικό, το sublime[36]. Στην τελευταία περίπτωση η απεραντοσύνη του τοπίου, του κόσμου, μας προκαλεί δέος, αμηχανία (astonishment κατά Burke[37]), και μας κάνει εν τέλει να συνειδητοποιούμε την condicio humana, ότι είμαστε δηλαδή φθαρτοί και θνητοί και ότι ενδεχομένως τίποτε δεν έχει νόημα: «κάνε ό,τι θέλεις, τίποτε δεν θα έχει σημασία».

VΙΙ. Τέλος, όπως μάλλον έχει ήδη καταστεί σαφές, η κυριαρχία του ερέβους στη νουβέλλα του Conrad είναι κι αυτή βαθιά συμβολική: το σκοτάδι συμβολίζει προπάντων την αδυναμία να δει κανείς ως ανθρώπινη κατάσταση, δηλαδή ως αδυναμία μόρφωσης κρίσης και πηγή διαρκούς αβεβαιότητας για κάθε πτυχή του βίου[38]. Η αδυναμία αυτή μάς φέρνει ίσως στον νου τον αντιστοίχο συμβολισμό της μνημειώδους παρήχησης του ταυ που συναντάμε στον Οιδίποδα Τύραννο (στ. 371): «τυφλός τά τ’ ὦτα τόν τε νοῡν τά τ’ ὄμματ’ εἶ»· με τη φράση αυτή ο Οιδίποδας σαρκάζει την απόλυτη τύφλα του Τειρεσία, λέγοντάς του ότι απόλυτο σκοτάδι καλύπτει όχι μόνον τα μάτιά του, αλλά και τα αυτιά και το μυαλό του, δηλαδή την κρίση του[39]. Μες στα σκοτάδια, πάντως, βαδίζει στην πραγματικότητα ο ίδιος ο σαρκάζων, που ήδη στον στίχο αυτό έχει ξεκινήσει το μοναχικό, τραγικό του ταξίδι από το σκοτάδι στην αλήθεια, η οποία με την πλήρη αποκάλυψή της θα οδηγήσει εκείνον πλέον, κατά τραγική αντιστροφή των ρόλων, στην τύφλωση. Παρόμοια τραγική πορεία θα ακολουθήσει και ο Kurtz (τύραννος αυτός με την τρέχουσα έννοια), η οποία θα κορυφωθεί τη στιγμή της απόλυτης αλήθειας, της βαθιάς εσωτερικής ενατένισης, τη στιγμή της σιγοψιθυρισμένης, σχεδόν ξέπνοης κραυγής «η φρίκη, η φρίκη».

Πέρα από το σκότος, στην καρδιά του δάσους περιπλανιέται και το στοιχειό της ομίχλης, η οποία δεν παριστά άλλο τι παρά το αναγκαίο συμπλήρωμα του σκότους. Όχι μόνον συσκοτίζει κι αυτή την πραγματικότητα, αλλά και την διαστρεβλώνει, την παραμορφώνει: παρέχει κάποιες συγκεχυμένες πληροφορίες, χωρίς μάλιστα να επιτρέπει τον έλεγχο της ακρίβειάς τους. Ο ίδιος ο Marlow, πέφτοντας κάποια στιγμή στον ιστό της ομίχλης, δεν έχει ιδέα πού πηγαίνει, δεν είναι σε θέση να διακρίνει τι τον περιμένει μπροστά του, αν ελλοχεύουν κάποιοι κίνδυνοι, σοβαροί ή μη, θανατηφόροι ή μη. Στην κατάσταση αυτή μόνον ίσως η αγωνιώδης προσευχή του Αίαντα θα μπορούσε να βοηθήσει και να διαλύσει την ομίχλη (που εδώ πλέον έχει πέσει γύρω από το άψυχο κορμί του Πάτροκλου): «Ζεῦ πάτερ, ἀλλά σὺ ῥῦσαι ὑπ’ ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν, / ποίησον δ’ άἴθρην, δὸς δ’ ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι»[40].

Δίχως αμφιβολία πάντως, με το αποκαλυπτικό του ταξίδι στην Καρδιά του Σκότους, ο Marlow –ή, ακριβέστερα, ο Conrad διά του Marlow– μας φανέρωσε κινδύνους που πιθανόν να κρύβονται μέσα σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε κοινωνία, ακόμη και την πιο πολιτισμένη, με ουρανό αίθριο και λαμπερό – σαν τον ελληνικό. Μας ψιθύρισε διαιώνιες αλήθειες για το horror vacui που παραμονεύει εντός μας και μας έθεσε έτσι σε επιφυλακή. Το απολύτο έγκλημα, το απόλυτο κακό δεν είναι εκεί έξω, είναι εδώ μέσα, σε κάθε μέσα, βαθιά μέσα, ὑφέρπει γάρ πολύ[41].  

*Δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal, τ. 31, Μάιος 2013, σ. 88-92.

[1] Heart of Darkness (Penguin Popular Classics, 1994).

[2] Σημειωτέον ότι ο όρος «νουβέλλα» έχει νομικές καταβολές, αναγόμενος στις leges novellae, οι οποίες όχι μόνον συμπλήρωσαν αλλά και ανανέωσαν σημαντικά τμήματα της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας (έτους 534 μ.Χ.), διακρίνονταν δε, όπως και η λογοτεχνική νουβέλλα, για το λιτό και πυκνό τους ύφος, στοιχεία άλλωστε που ξεχωρίζουν τη νουβέλλα από το μυθιστόρημα· σχετ. Arthur Kaufmann, Beziehungen zwischen Recht und Novelistik, Neue Juristische Wochenschrift 1982, σελ. 606.

[3] «To tear treasure out of the bowels was their desire, with no more moral purpose at the back of it than there is in burglars breaking into a safe» (Conrad, όπ.ανωτ., σελ. 44).

[4] «…resembling an immense snake uncoiled, with its head in the sea, its body at rest curving afar over a vast country, and its tail lost in the depths of the land» (Conrad, όπ.ανωτ., σελ. 12). 

[5] Η αλληγορία με τον όφι μόνον τυχαία δεν είναι, αφού το ερπετό αυτό παριστά την αρχετυπική εικόνα του κακού. Κατά τον Χρήστο Γιανναρά (Το αίνιγμα του κακού, εκδ. Ίκαρος 2008, σελ. 63-64), ο όφις, θηρίο ύπουλο και θανατηφόρο, προκαλεί με τη θέα του και μόνον τρόμο και αποτροπιασμό, γι’ αυτό και είναι σύμβολο, σε όλες τις αρχαϊκές παραδόσεις και τις θρησκείες των λαών, του κακού, της έχθρας για τον άνθρωπο, σύμβολο εν τέλει απειλής της ζωής των εμβίων. Εξάλλου, στη Γένεση (3, 1) χαρακτηρίζεται ως «φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπί τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός», με τη λέξη φρόνιμος να δηλώνει πανουργία, επικίνδυνη ευφυΐα (Γιανναράς, όπ.ανωτ., σελ. 64). Διόλου τυχαίο δεν είναι επίσης ότι στον Χαμένο Παράδεισο του John Milton (1608-1674) ο μεγαλοπρεπής λογοτεχνικά τύπος του Σατανά, στην κορύφωση της ηθικής του κατάπτωσης και του εκφυλισμού του, θα λάβει εν τέλει τη μορφή φιδιού.

[6] «Going up that river was like travelling back to the earliest beginnings of the world, when vegetation rioted on the earth and the big trees were kings. An empty stream, a great silence, an impenetrable forest. The air was warm, thick, heavy, sluggish. There was no joy in the brilliance of sunshine» / «We were wanderers on prehistoric earth, on an earth that wore the aspect of an unknown planet. […] The prehistoric man was cursing us, praying to us, welcoming us – who could tell? […] …we were travelling in the night of first ages, of those ages that are gone, leaving hardly a sign – and no memories» (Conrad, όπ.ανωτ., σελ. 48 και 51).

[7] «His mother was half-English, his father was half-French. All Europe contributed to the making of Kurtz» (Conrad, όπ.ανωτ., σελ. 71).

[8] Conrad, όπ.ανωτ., σελ. 71-72.

[9] «…he had stepped over the edge» (Conrad, όπ.ανωτ., σελ. 101).

[10] «“Ah! I’ll never, never meet such a man again. You ought to have heard him recite poetry – his own, too, it was, he told me. Poetry!” He rolled his eyes at the recollection of these delights. “Oh, he enlarged my mind!”» (Conrad, όπ.ανωτ., σελ. 91).

[11] Ο Kurtz μας παραπέμπει ίσως στη διαχρονική μορφή του Αλάριχου –ιστορικά ηγέτη και βασιλέα των Βησιγότθων–, όπως αυτή παρουσιάζεται στο δοκίμιο του Ρόδη Ρούφου «Οι Μεταμορφώσεις του Αλάριχου» [περ. Εποχές, τχ. 1, Μάιος 1963, σελ. 17 επ.· το εν λόγω δοκίμιο εμπεριέχεται και στη συλλογή δοκιμίων του Ρόδη Ρούφου, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια (εκδ. Ίκαρος 1971), όπου και θα γίνονται εφεξής οι σχετικές παραπομπές, το οποίο είχε την ευγενή καλοσύνη να μου προμηθεύσει ο υιός του συγγραφέα, Λουκάς Ρούφος, στον οποίο και εκφράζω, και από τούτη τη θέση, τις θερμές μου ευχαριστίες]. Κατά τον Ρούφο, ο Αλάριχος παριστά τον συμβολικό καταστροφέα του πολιτισμού που επανέρχεται κάθε τόσο στο προσκήνιο της ιστορίας, με διαφορετικό κάθε φορά προσωπείο, με ποικίλες μεταμορφώσεις: «Ο Αλάριχος κάθε τόσο κινεί την ιστορία προς τα πίσω, προς το άμορφο βασίλειο των ενστίχτων και της αυθαιρεσίας, της οποίας πρότυπο είναι η ομηρική χώρα των Κυκλώπων. Αυτός κουρσεύει και καίει τις πόλεις, εστίες του πνεύματος και κάθε προόδου (δεν είναι τυχαίο ετυμολογικά ότι ο Αλάριχος είναι και αγροίκος, οι δε αντίπαλοι του πολιτισμένοι…). Ο Αλάριχος ενσαρκώνει την έσχατη εντροπική νομοτέλεια, εξυπηρετεί το σκληρό νόμο του Σύμπαντος κι αντιστρατεύεται την ανοδική προσπάθεια του Homo Sapiens» (Ρούφος, όπ.ανωτ., σελ. 68 – η υπογράμμιση στο πρωτότυπο)· βλ. σχετ. και Μίλτο Φραγκόπουλο, In bello contra Alaricum, στο αφιέρωμα στον Ρόδη Ρούφο του περιοδικού «Νέα Εστία», τχ. 1856, Δεκέμβριος 2012, σελ. 244 επ.

[12] Πρβλ. εδώ ενδεικτικά Wilson Harris, The Frontier on Which “Heart of Darkness” stands, Research in African Literatures 12/1981, σελ. 86 επ.

[13] «…the wilderness […] had whispered to him things about himself which he did not know, things of which he had no conception till he took counsel with this great solitude – and the whisper had proved irresistibly fascinating. It echoed loudly within him because he was hollow at the core» / «…his soul was mad. Being alone in the wilderness, it had looked within itself, and, by heavens! I tell you, it had gone mad» (Conrad, όπ.ανωτ., σελ. 83 και 95).

[14] Κάπως έτσι συλλαμβάνει κι ο Ρούφος τη μορφή του Αλάριχου (βλ. ανωτέρω υποσημ. 11), θεωρώντας στην ουσία ότι τον ολετήρα Αλάριχο τον κουβαλάμε όλοι μέσα μας, γι’ αυτό και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι «η φλούδα που μας χωρίζει από τον εσωτερικό Αλάριχο είναι επίκτητη και πολύ λεπτή, και δεν κληρονομιέται. Ο άνθρωπος γεννιέται φύσει βάρβαρος. Ολόκληρο το πολιτιστικό οικοδόμημα πρέπει κάθε φορά να ξαναχτιστεί σε μιά-μιά καινούρια ψυχή, για να στεριώσει θέλει αδιάκοπη προσοχή και καλλιέργεια. Ο Αλάριχος καραδοκεί παντοτινά στον βυθό της ψυχής μας, έτοιμος να εκμεταλλευτεί κάποια κούραση, κάποιαν απόγνωση, για να βγει και πάλι στην επιφάνεια και να παραδοθεί σε προγονικούς δαίμονες κι εξορκισμούς» (Ρούφος, όπ.ανωτ., σελ. 68 αλλά και 63)· βλ. σχετ. και Φραγκόπουλο, όπ.ανωτ., σελ. 245.

[15] Das Böse oder das Drama der Freiheit (Fischer, 4η έκδ. 2001), σελ. 215 επ.

[16] Safranski, όπ.ανωτ., σελ. 219.

[17] Σχετ. Paul Ricœur, Το Κακό – Μία πρόκληση για τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία (εκδ. Πόλις, 2η έκδ. 2006), σελ. 44 επ., 50 επ.

[18] Κατά μέρος αφήνω εδώ την όλη θεολογική συζήτηση περί της καταγωγής του κακού, η οποία και έχει ως αφετηρία της, ως εικός, τον «αδαμικό μύθο» του βιβλίου της Γενέσεως – όπου, κατ’ ουσίαν, η καταγωγή του κακού συνδέεται με την καταγωγή της ανθρωπότητας· βλ. σχετ. αντί άλλων Γιανναρά, Το αίνιγμα του κακού, passim και Ricœur, όπ.ανωτ., passim.

[19] Βλ. Kant, AA VI: Die Religion innerhalb der Grenzen der bloßen Vernunft (1793; Ausgabe der Preußischen Akademie der Wissenschaften, Berlin 1900ff. – στο εν λόγω έργο εμπεριέχεται η κατά ένα έτος προγενέστερη, αυτοτελής μελέτη του Kant «Über das radicale Böse in der menschlichen Natur» (1792), η οποία και μας ενδιαφέρει στο ανωτέρω πλαίσιο), ιδίως σελ. 21, 29, 31, 37· σχετ. και Safranski, όπ.ανωτ., σελ. 190 επ., ιδίως 193-194, Ricœur, όπ.ανωτ., σελ. 50 επ. Βλ. επίσης Kant, Kritik der reinen Vernunft (Suhrkamp, Frankfurt am Main 1974)· σχετ. Otfried Höffe, Kants Kritik der reinen Vernunft – Die Grundlegung der modernen Philosophie (C.H.Beck, 4η έκδ. 2004), ιδίως σελ. 251 επ., 292 επ., 301. Πρβλ. περαιτέρω και Γιανναρά, όπ.ανωτ., σελ. 77 επ.

[20] Βλ. Kant, AA VI: Die Religion innerhalb der Grenzen…, σελ. 37 («Die Bösartigkeit der menschlichen Natur ist also nicht sowohl Bosheit, / wenn man dieses Wort in strenger Bedeutung nimmt, nämlich als / eine Gesinnung (subjectives Prinzip der Maximen), das Böse als Böses / zur Triebfeder in seine Maxime aufzunehmen (denn die ist teuflisch), / sondern vielmehr Verkehrtheit des Herzens, welches nun der Folge wegen / auch ein böses Herz heißt, zu nennen. Dieses kann mit einem im / allgemeinen guten Willen zusammen bestehen und entspringt aus der Gebrechlichkeit / der menschlichen Natur, zu Befolgung seiner genommenen / Grundsätze nicht stark genug zu sein») και AA VIΙ: Anthropologie in pragmatischer Hinsicht (1798; Ausgabe der Preußischen Akademie der Wissenschaften, Berlin 1900ff.), σελ. 293-294· σχετ. και Safranski, όπ.ανωτ., σελ. 194.

[21] Aus meinem Leben: Dichtung und Wahrheit (Carl Hanser Verlag, 1985).

[22] Η αυτούσια παράθεση του συναρπαστικού αυτού αποσπάσματος αναδεικνύει το μεγαλείο της βιωματικής εδώ εμπειρίας του Goethe: «Am furchtbarsten aber erscheint dieses Dämonische, wenn es in irgend einem Menschen überwiegend hervortritt. Während meines Lebensganges habe ich mehrere teils in der Nähe, teils in der Ferne beobachten können. Es sind nicht immer die vorzüglichsten Menschen, weder an Geist noch an Talenten, selten durch Herzensgüte sich empfehlend; aber eine ungeheure Kraft geht von ihnen aus, und sie üben eine unglaubliche Gewalt über alle Geschöpfe, ja sogar über die Elemente, und wer kann sagen, wie weit sich eine solche Wirkung erstrecken wird? Alle vereinten sittlichen Kräfte vermögen nichts gegen sie; vergebens, daß der hellere Teil der Menschen sie als Betrogene oder als Betrüger verdächtig machen will, die Masse wird von ihnen angezogen. Selten oder nie finden sich Gleichzeitige ihresgleichen, und sie sind durch nichts zu überwinden, als durch das Universum selbst, mit dem sie den Kampf begonnen; und aus solchen Bemerkungen mag wohl jener sonderbare aber ungeheure Spruch entstanden sein: Nemo contra deum nisi deus ipse» (Aus meinem Leben: Dichtung und Wahrheit, Κεφ. IV, Βιβλίο 20ό, σελ. 177). Εγγύτερα σχετ. Angus James Nicholls, Goethe’s Concept of the Daemonic: After the Ancients (Camden House 2006), ιδίως σελ. 234 επ. και Safranski, όπ.ανωτ., σελ. 267-268.

[23] Réflexions sur la violence (1908)· εγγύτερα σχετ. Τάκης Σαλκίτζογλου, Επιλεγόμενα στον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι (εκδ. Κάκτος, 1996), σελ. 208 επ.

[24] Κατά την ενδιαφέρουσα προσέγγιση του Sorel (όπ.ανωτ.), όλες οι μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας κινητοποιήθηκαν από τον μοχλό του Μύθου: οι πρώτοι χριστιανοί, οι εκκλησιαστικοί μεταρρυθμιστές του 16ου αιώνα, οι αστοί στη Γαλλική Επανάσταση ή οι προλετάριοι στη Ρωσική εξεγέρθηκαν προπάντων από το θυμικό τους, πίστεψαν σε κάποιον Μύθο, χωρίς όμως να έχει σημασία το γεγονός ότι όλοι οι Μύθοι μέχρι σήμερα διαψεύσθηκαν, όπως λ.χ. των πρωτοχριστιανών για μία κοινωνία αγίων, των λουθηρανών και καλβινιστών για μία «ηθικοποιημένη» Ευρώπη, των Γάλλων για μία κοινωνία ελεύθερων και ίσων αδερφών, ή των προλετάριων για μία δίκαιη αταξική κοινωνία. Από την πλευρά του, ο Sorel θα προωθήσει ένα δικό του Μύθο, τον Μύθο της Γενικής Απεργίας, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να πιστέψουν στην ανάγκη της Γενικής Απεργίας, η οποία, αφού διαρκέσει τόσο ώστε να καταστρέψει τα πάντα, θα επιτρέψει μετά στους εργάτες να ξαναρχίσουν την παραγωγή, αλλά τη φορά αυτή σαν αφεντικά· τούτο θα σημάνει την απαρχή μιας νέας εποχής. Στο επαναστατικό αυτό πλαίσιο θα χρειασθεί ασφαλώς και η συνδρομή της Βίας, η οποία, πάντα κατά τον Sorel, όταν στηρίζεται στον Μύθο γίνεται ηρωισμός, αυτοθυσία και μοχλός ιστορικής προόδου: η εργατική τάξη, προκειμένου να σπάσει τα δεσμά της οικονομικής και κοινωνικής της υποταγής, πρέπει να αποτινάξει τις όποιες αναστολές τής έχει επιβάλει η ανθρωπιστική παιδεία με την ηθική αποδοκιμασία της Βίας που τη συνοδεύει· τα λιοντάρια πρέπει να χτυπήσουν τις αλεπούδες της αστικής τάξης, οι οποίες στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις υποκατέστησαν τη Βία με την απάτη, τη δολιότητα, τη διαφθορά – που κατά τον Sorel είναι χειρότερες της Βίας. Σχετ. Σαλκίτζογλου, όπ.ανωτ.

[25] Ορθοτόμος και εδώ ο λόγος του Ρούφου: «Η δημοκρατία είναι το νηφάλιο πολίτευμα που ταιριάζει στους ψυχικά ενήλικους ανθρώπους, σ’ όσους δεν αποστρέφουν το πρόσωπο από την ευθύνη που συνεπάγονται η ελευθερία και η αυτονομία» (Ρούφος, «Οι περιφρονητές του πλήθους», στη συλλογή Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, όπ.ανωτ., σελ. 184· η πλαγιογράμμιση δική μου).

[26] Σύμφωνα με τον σπουδαίο γερμανό θεωρητικό του δικαίου Erich Fechner (Rechtsphilosophie, Mohr Siebeck, 2η έκδ. 1962, σελ. 214), η ανομική κατάσταση συνεπάγεται το χάος και την καταστροφή του πολιτισμού («das Gesetzlose ist das Chaos und der Untergang»). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Fechner (όπ.ανωτ., σελ. 218), κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες παραβλέπουν ότι απεριόριστη ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει, αφού κάθε πραγματική έννοια ελευθερίας προϋποθέτει την αναγνώριση, από μέρους όλων των κοινωνών, ευρύτερων ρυθμιστικών μηχανισμών· κατ’ ουσίαν η ατομική, κατ’ αρέσκειαν –ήτοι αυθαίρετη– δικαιοθέτηση, στο πλαίσιο της οποίας το Εγώ καθίσταται κύριος της πραγματικότητας, ουδεμία σχέση έχει με την έννοια της ελευθερίας, αλλ’ ανταποκρίνεται μάλλον στην έννοια του υπερανθρώπου, οδηγώντας εν τέλει στην επικράτηση αυταρχικών –μοναρχικών ή ολιγαρχικών, δεν έχει σημασία– καθεστώτων.

[27] Eκδ. Eξάντας-Νήματα (1994).

[28] Cioran, όπ.ανωτ., σελ. 23.

[29] Cioran, όπ.ανωτ., σελ. 169.

[30] Cioran, όπ.ανωτ., σελ. 80-81.

[31] Cioran, όπ.ανωτ., σελ. 126.

[32] Cioran, όπ.ανωτ., σελ. 112.

[33] Cioran, όπ.ανωτ., σελ. 90.

[34] «For I have learned to look on nature, not as in the hour / Of thoughtless youth; but hearing oftentimes / The still, sad music of humanity» [For I have learned (from Tintern Abbey), July 13, 1798].

[35] Βλ. Edmund Burke, A Philosophical Enquiry into the Origin of our Ideas of the Sublime and Beautiful (1757· Oxford University Press, 1990), ιδίως σελ. 53 επ., 83 επ., 113-114· σχετ. και Roger Scruton, Beauty (Oxford University Press, 2009), σελ. 72 επ.

[36] Τη λέξη θάμβος στα ελληνικά χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Burke ως απόδοση του astonishment (όπ.ανωτ., σελ. 54).

[37] Όπ.ανωτ., σελ. 53 επ.

[38] Πρβλ. δε περαιτέρω Burke, όπ.ανωτ., σελ. 54-55, 130 επ., ο οποίος, από την πλευρά του, ανάγει και το σκοτάδι σε γενεσιουργό αιτία θάμβους υπό την ανωτέρω παρατεθείσα έννοια, σε πηγή απόλυτης αβεβαιότητας, σύγχυσης και αδυναμίας: «for in utter darkness, it is impossible to know in what degree of safety we stand; we are ignorant of the objects that surround us; we may every moment strike against some dangerous obstruction; we may fall down a precipice the first step we take; and if an enemy approach, we know not in what quarter to defend ourselves; in such a case strength is no sure protection; wisdom can only act by guess; the boldest are staggered, and he who would pray for nothing else towards his defence, is forced to pray for light» (όπ.ανωτ., σελ. 130). 

[39] Βλ. σχετ. και Ηλία Σπυρόπουλο, Σοφοκλή Οιδίποδας Τύραννος – Ερμηνευτική προσέγγιση (εκδ. Γρηγόρη, 12η έκδ. 1993), σελ. 40.   

[40] Ομήρου Ιλιάς, Ρ 645-646· σε μετάφραση Δ.Ν. Μαρωνίτη (Ομήρου Ιλιάς, τόμ. Β’: Ραψωδίες Ν-Ω, εκδ. Άγρα, 2010): «Δία πατέρα, σώσε τους γιούς των Αχαιών απ’ την τυφλή / αυτή ομίχλη, ξαστέρωσε τον ουρανό, να ξαναδούν τα μάτια τους».   

[41] Οιδίπους Τύραννος, στ. 786· βλ. σχετ. και Σπυρόπουλο, όπ.ανωτ., σελ. 65.