Επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών: ένας δύσβατος δρόμος

Η στροφή της Κυβέρνησης και προσωπικά του Πρωθυπουργού προς τον ρεαλισμό και η διάθεση για διερεύνηση πιθανών λύσεων στα ελληνοτουρκικά αποτελούν βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Κατά την τρέχουσα περίοδο, μετά τα εκλογικά αποτελέσματα σε Τουρκία και Ελλάδα, φαίνεται ότι έχουν δημιουργηθεί καλύτερες συνθήκες, σε σχέση με το παρελθόν, για την εύρεση κάποιων κοινών τόπων, αρχικά επί της διαδικασίας και εν συνεχεία επί της ουσίας. Για την Ελλάδα, μάλιστα, το momentum δείχνει αρκετά καλό, δεδομένου ότι έχει ενισχύσει διεθνώς τη θέση της με την απόφασή της να ταχθεί ευθύς εξαρχής και σαφώς υπέρ του δυτικού στρατοπέδου στο ζήτημα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. 

Γενικότερα, εγκρατείς γνώστες των ελληνοτουρκικών εδώ και χρόνια ορθώς επισημαίνουν την ανάγκη να συζητήσουμε πλέον σοβαρά με τη γείτονα, εφόσον βεβαίως σταματήσουν, από πλευράς της τελευταίας, παραβιάσεις κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και η εμπρηστική ρητορική. Η δυναμική των εξελίξεων και ο χρόνος τρέχουν, εν πολλοίς, εις βάρος μας, με πρώτο και κύριο τον δημογραφικό παράγοντα. Όσο δε και αν εξοπλιστούμε, όλοι φανταζόμαστε τι θα σημάνει μία πολεμική αναμέτρηση και πώς θα βρει την επομενη ημέρα την πατρίδα μας, αλλά και τη γείτονα. Οι εξοπλισμοί ασφαλώς δεν αποτελούν ανώφελες δαπάνες, καθώς αφενός μεν αυξάνουν την αποτρεπτική μας ισχύ, αφετέρου δε ενισχύουν τη διαπραγματευτική μας δύναμη σε κάποιο πιθανό τραπέζι διαπραγματεύσεων. Από εκεί και πέρα, όμως, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι αμυντικές μας δαπάνες παραμένουν από τις υψηλότερες στο ΝΑΤΟ ως ποσοστό του ΑΕΠ –μάλιστα, το 2022 ξεπεράσαμε ακόμη και τις ΗΠΑ (3,54 έναντι 3,46%)–, ενώ δεν παύουν να συνδέονται με φαινόμενα διαφθοράς ή διασπάθισης του δημοσίου χρήματος. 

Για να το θέσουμε χωρίς περιστροφές: τα ελληνοτουρκικά αποτελούν εδώ και δεκαετίες ίσως το υπ’ αριθ. 1 πρόβλημα της πατρίδας μας, συνιστούν πολλαπλή τροχοπέδη για την ανάπτυξη και την ευημερία της, γι’ αυτό και η προοπτική επίλυσής τους, έστω και κατά ένα μέρος, πρέπει να διερευνηθεί με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. 

Προφανώς, απερίσκεπτη ή ανέμελη αισιοδοξία δεν δικαιολογείται επ’ ουδενί, ο δρόμος είναι δύσβατος και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν ιδιαίτερα σοβαροί. Αλλά σωστά τόνισε ο Πρωθυπουργός στην πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη ότι έχει χρέος να διερευνήσει τις πιθανότητες εξεύρεσης κάποιας λύσης. Κάτι που δυστυχώς δεν έκανε η Κυβέρνηση της ΝΔ το 2004, εγκαταλείποντας την περίφημη Συμφωνία του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999), η οποία και ανακλούσε μία ευρύτερη, προσεκτικά και μεθοδικά σχεδιασμένη στρατηγική της Κυβέρνησης Κωνσταντίνου Σημίτη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τότε χάσαμε, κατά βάσιν, την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν από πλευράς Τουρκίας υπήρχε πραγματική διάθεση προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Ο Πρωθυπουργός θα έχει τώρα να αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες. Κάποιες από αυτές τις έχει δημιουργήσει ο ίδιος, αφορούν δε στο κρίσιμο εσωτερικό μέτωπο. Κατηγόρησε λ.χ. τον Ερντογάν για πολιτική εργαλειοποίηση των ελληνοτουρκικών κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο στην Τουρκία, ενώ δυστυχώς το ίδιο έκανε και εκείνος όπως και κορυφαία στελέχη της ΝΔ, κατά τη δική μας προεκλογική περίοδο, εργαλειοποιώντας τα ευαίσθητα ζητήματα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Εν γένει, τέτοιες τοποθετήσεις «νομιμοποιούν» την ακροδεξιά ή εθνικιστική ατζέντα στη χώρα, την βάζουν στο σαλόνι της πολιτικής σκηνής και, τελικά, λίγα εκλογικά οφέλη αποφέρουν, αφού οι ψηφοφόροι που είναι επιρρεπείς στον ακραίο λόγο θα στραφούν τελικά στους αυθεντικούς και περισσότερο πιστευτούς εκφραστές του – μία ματιά στον πρόσφατο εκλογικό χάρτη της Βορ.Ελλάδας αποκαλύπτει του λόγου το αληθές. Επίσης, υπάρχει και το προηγούμενο της στάσης της ΝΔ ως αντιπολίτευσης έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών και των συλλαλητηρίων: μπορεί πράγματι η στάση αυτή να ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της εσωκομματικής ενότητας της ΝΔ, αλλά οι τόνοι της αντιπαράθεσης με την τότε Κυβέρνηση θα μπορούσαν να είναι διαφορετικοί, ήτοι μετριοπαθέστεροι. Αυτά στην πολιτική τα βρίσκει κανείς ενίοτε μπροστά του. Και θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχής ο Πρωθυπουργός που τώρα, σε ένα ασύγκριτα σοβαρότερο εθνικό θέμα, η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι κατ’ αρχήν υποστηρικτική για την έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Για να επιτευχθεί δε οποιαδήποτε λύση ή συμβιβασμός στα ελληνοτουρκικά αδήριτη προϋπόθεση είναι η εσωτερική πολιτική ενότητα, ή έστω κάποιος βαθμός συναντίληψης στο πολιτικό σύστημα. Συγχρόνως, όμως, απαραίτητη είναι και η σοβαρή και υπεύθυνη ενημέρωση της κοινής γνώμης για το πραγματικό κάθε φορά διακύβευμα, λ.χ. τι σημαίνει παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ποια ζητήματα θα παραπεμφθούν, ότι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας δεν αφήνει ανεπηρέαστο το ζήτημα της αιγιαλίτιδας ζώνης (ή, άλλως, των χωρικών υδάτων), καθώς η υφαλοκρηπίδα ξεκινάει από το εξωτερικό όριο της τελευταίας, κ.ά.   

Οι πιθανότητες επιτυχίας του αναλαμβανόμενου εγχειρήματος δεν είναι υψηλές. Αλλά ναι, αξίζει να προσπαθήσουμε, για το καλό των επομένων γενεών της χώρας, αλλά και για να μπορέσουμε στο μέλλον να συμβιώνουμε πραγματικά σαν φίλοι με τον τουρκικό λαό. Στο πλαίσιο αυτό, τουλάχιστον από πλευράς μας, διεθνές δίκαιο, πολιτικός ρεαλισμός, φρόνηση και εθνική ενότητα θα πρέπει να έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

[Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice στις 16.07.23 – https://www.athensvoice.gr/epikairotita/politiki-oikonomia/809167/epilusi-ton-ellinotourkikon-diaforon-enas-dusvatos-dromos/?fbclid=IwAR0MU1lQg__QWf0JpR14_66uZEZ1f7GBvIumKqPFUX7tI8rrJDtMMBarjb4]